Η Αργεντινή υπήρξε ο δεύτερος σε σημασία υπερατλαντικός προορισμός των Ελλήνων μεταναστών κατά την εποχή της μαζικής μετανάστευσης (1890-1920). Οι μεταναστευτικές ροές, η ενσωμάτωση και οι τομείς απασχόλησης των αποδήμων, καθώς και οι κοινωνικές και πολιτικές τους ταυτότητες απασχόλησαν, μεταξύ άλλων, συνέντευξη που παραχώρησε στο «Περιοδικό» η Μαρία Δαμηλάκου, Επίκουρη Καθηγήτρια στο τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου με γνωστικό αντικείμενο «Ιστορία της Αμερικανικής Ηπείρου».
Στην αφήγηση της κ. Δαμηλάκου ξεπροβάλλουν ονόματα επιτυχημένων επιχειρηματιών της Ομογένειας της Αργεντινής, όπως αυτά των Δημητρίου Δάνδολου, Αλκιβιάδη Λάππα, αδερφών Γεωργάλου και Δημητρίου Ηλιάδη, αλλά και διανοούμενων της παροικίας, όπως ο Γεώργιος Παρασκευαΐδης και ο Νεοκλής Τριανταφυλλίδης που ασχολήθηκαν με τον Τύπο και τα Γράμματα. Μνημονεύονται οι ελληνικές καταβολές του πρώτου προέδρου της ενοποιημένης Αργεντινής Μπαρτολομέ Μίτρε και η συμμετοχή δύο σπουδαίων Ελλήνων ναυτικών στον απελευθερωτικό αγώνα της χώρας από την Ισπανική Αυτοκρατορία, του Νικόλαου Κολμανιάτη και του Μιχαήλ Σ. Σπύρου.
Η Ελληνίδα ιστορικός αναδεικνύει πτυχές της πρώιμης μεταναστευτικής εμπειρίας στο Μπουένος Άιρες και αλλού, καθώς και επέκεινα καταγραφές του κοινωνικού και πολιτικού βίου στη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Πότε ξεκινούν τα κύματα μετανάστευσης Ελλήνων στην Αργεντινή; Γιατί οι Ελληνες την επιλέγουν;
Η ελληνική παρουσία άρχισε να γίνεται αισθητή στην Αργεντινή τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν ομάδες ναυτικών εγκαταστάθηκαν γύρω από το λιμάνι του Μπουένος Άιρες και στη γειτονική εργατική συνοικία της Λα Μπόκα. Στις αρχές του 20ού αιώνα η ελληνική μεταναστευτική κίνηση προς την Αργεντινή άρχισε να αυξάνεται σταθερά. Σύμφωνα με τις στατιστικές της Υπηρεσίας Μετανάστευσης της Αργεντινής, μέχρι το 1914 είχαν φτάσει στη χώρα περίπου 12.000 Ελληνες μετανάστες. Ωστόσο, ο πραγματικός αριθμός τους ήταν μεγαλύτερος, αφού πολλοί μετανάστες, προερχόμενοι από περιοχές που παρέμεναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καταγράφονταν ως Τούρκοι ή Οθωμανοί. Ήταν, βέβαια, εποχές μεγάλης κινητικότητας και μόνο ένα τμήμα των αφιχθέντων μεταναστών παρέμεινε στη χώρα: στην εθνική απογραφή του 1914 καταγράφτηκαν 5.907 Έλληνες, δηλαδή οι μισοί από όσους είχαν φτάσει στο Μπουένος Άιρες. Οι περισσότερες αφίξεις σημειώθηκαν το 1910, με 3.289 Έλληνες να φτάνουν στη χώρα, καθώς και το 1912 που καταγράφτηκαν 3.375 αφίξεις Ελλήνων μεταναστών. Οι αριθμοί αυτοί, αν και πολύ χαμηλότεροι των αντίστοιχων στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστούν την Αργεντινή τον δεύτερο σε σημασία υπερατλαντικό προορισμό των Ελλήνων μεταναστών κατά την εποχή της μαζικής μετανάστευσης (1890-1920).

Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα ξανάρχισαν και σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου η Αργεντινή λειτούργησε ως εναλλακτικός προορισμός για χιλιάδες μετανάστες, κυρίως μετά τη ριζική αλλαγή που σημειώθηκε στη μεταναστευτική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Είναι γνωστό ότι οι νόμοι των ποσοστώσεων (Quota Acts) που ψηφίστηκαν στις Η.Π.Α το 1921 και το 1924, έθεσαν αυστηρά όρια στην εισροή μεταναστών, κυρίως από χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης.
Η επιλογή της Αργεντινής ως μεταναστευτικού προορισμού από πολλούς Ελληνες μετανάστες δεν πρέπει να παραξενεύει. Από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα η χώρα είχε εφαρμόσει ενεργητική πολιτική προσέλκυσης της ευρωπαϊκής μετανάστευσης ως λύσης για τη χαμηλή πληθυσμιακή της πυκνότητα και τις αναπτυξιακές ανάγκες της. Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ανοιχτών θυρών, στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκονταν ήδη εγκατεστημένοι στη χώρα περίπου 2,5 εκατομμύρια μετανάστες, κυρίως Ιταλοί και Ισπανοί. Ο ρόλος της διαφήμισης και των ταξιδιωτικών πρακτόρων αλλά και η σταδιακή ενεργοποίηση τοπικών κοινωνικών δικτύων συντέλεσαν σημαντικά στην αύξηση των ελληνικών μεταναστευτικών ροών προς την Αργεντινή. Άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν η εύρωστη οικονομική κατάσταση της χώρας. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η Αργεντινή ήταν, γενικά, μια πολλά υποσχόμενη χώρα χάρη στις εξαγωγές σιτηρών και βόειου κρέατος, τη ροή ξένων επενδύσεων και την ανάπτυξη ορισμένων βιομηχανικών κλάδων. Ο δυναμισμός της Οικονομίας, η γρήγορη αστικοποίηση και η ικανότητα απορρόφησης εργατικού δυναμικού ήταν σημαντικοί παράγοντες για την προσέλκυση μεταναστών από την Ευρώπη.
Από εκεί και πέρα, υπήρχαν τοπικοί παράγοντες και δυναμικές που έπαιξαν τον ρόλο τους στη δημιουργία ελληνικών μεταναστευτικών ροών προς την Αργεντινή. Για παράδειγμα, η μεταναστευτική δυναμική από τα νησιά του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου ενισχύθηκε την περίοδο 1908-1912, κυρίως ως αποτέλεσμα της ισχυρής πίεσης που ασκούσε το κίνημα των Νεότουρκων. Ένα αξιόλογο μεταναστευτικό ρεύμα από τη Λευκάδα στις αρχές του 20ού αιώνα σχετίζεται με τη σταφιδική κρίση που έπληξε και τα νησιά του νότιου Ιονίου. Από την άλλη, η μεταναστευτική κίνηση από τα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του 1920 θα πρέπει να συνδεθεί με τα δραματικά γεγονότα στη Μικρά Ασία και την προσφυγική κρίση της δεκαετίας του 1920.
Σε ποιους κλάδους απασχολούνταν τότε κατά βάση οι Έλληνες στην Αργεντινή;
Η ενίσχυση της ελληνικής μετανάστευσης στην Αργεντινή, κυρίως κατά τη δεκαετία του 1910, σημειώθηκε σε μια περίοδο που είχε παρέλθει η χρυσή εποχή του εποικισμού της υπαίθρου, που ήταν ο βασικός άξονας της μεταναστευτικής πολιτικής της Αργεντινής κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ως αποτέλεσμα, σε αντίθεση με ορισμένες άλλες εθνοτικές ομάδες, οι περισσότεροι Έλληνες παρέμειναν στα αστικά κέντρα, και κυρίως στην πρωτεύουσα Μπουένος Άιρες. Όπως προαναφέρθηκε, οι πρώτες ομάδες Ελλήνων μεταναστών ασχολούνταν κυρίως με διάφορες ναυτικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με την εθνική απογραφή της Αργεντινής του έτους 1895, οι περισσότεροι από τους περίπου τριακόσιους Έλληνες που ζούσαν τότε στη χώρα, εργάζονταν ως ναυτικοί, λιμενεργάτες, δύτες ή εργάτες σε ναυπηγεία και στην κατασκευή των νέων λιμενικών εγκαταστάσεων. Στην πλειονότητά τους ήταν, πάντως, πιλότοι που οδηγούσαν τα μεγάλα καράβια μέσα στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση των Ελλήνων πιλότων άρχισε το 1889, όταν ο καπετάνιος Εμμανουήλ Χατζηδάκης από την Κάσο ορίστηκε επικεφαλής του σώματος των πιλότων στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες. Ως βοηθούς του προσέλαβε αρκετούς ναυτικούς που προέρχονταν από την Κάσο, την Κρήτη, την Κεφαλονιά και άλλα νησιά.

Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα άλλες ομάδες Ελλήνων μεταναστών εγκαταστάθηκαν στα λαϊκά περίχωρα στο νότιο τμήμα του Μπουένος Άιρες όπου υπήρχαν πολλές βιοτεχνίες και βιομηχανικές μονάδες. Πάντως, από νωρίς το κέντρο της ελληνικής παροικιακής ζωής έγινε η αστική συνοικία Παλέρμο της πρωτεύουσας και εκεί άνοιξαν σταδιακά δεκάδες ελληνικά καταστήματα και καφενεία. Από τη δεκαετία του 1930, η κατεξοχήν «ελληνική» εμπορική παράδοση δημιουργήθηκε γύρω από το εμπόριο των τυποποιημένων ζαχαροειδών. Οι Έλληνες έφτασαν να ελέγχουν όλη την αλυσίδα του κλάδου, από τα περίπτερα μέχρι τα μεγάλα πρατήρια χονδρικής πώλησης και ορισμένες βιομηχανίες. Η παράδοση αυτή γύρω από το εμπόριο ζαχαροειδών εξακολουθεί μέχρι και σήμερα, καθώς πολλά παιδιά Ελλήνων μεταναστών διατηρούν πρατήρια χονδρικής πώλησης σε διάφορες συνοικίες της πρωτεύουσας.
Το λιμάνι, βέβαια, εξακολούθησε πάντα να έχει ξεχωριστή θέση στην επαγγελματική δραστηριότητα των Ελλήνων μεταναστών. Οι επιχειρήσεις που δημιούργησαν αρκετοί μετανάστες από τη δεκαετία του 1930 και εξής, αφορούσαν την αντιπροσώπευση ναυτιλιακών εταιρειών, την τροφοδοσία πλοίων, την αποθήκευση τροφίμων και προϊόντων, την εστίαση, την ψυχαγωγία ή την ένδυση των ναυτικών. Ολο αυτό το πλέγμα δραστηριοτήτων συνδεόταν, βέβαια, με την ισχυρή παρουσία της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας στα λιμάνια της Αργεντινής.
Γνωρίζουμε Έλληνες μετανάστες που διέπρεψαν;
Ήδη από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, είχαν φτάσει στην Αργεντινή ορισμένοι Έλληνες, των οποίων η μόρφωση, το κοινωνικό κεφάλαιο και οι οικονομικές δυνατότητες τούς έκαναν να ξεχωρίζουν από το μεγάλο σώμα των μεταναστών και τους επέτρεψαν να διακριθούν στη χώρα υποδοχής. Οι περισσότεροι από αυτούς δραστηριοποιήθηκαν στον επιχειρηματικό τομέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Δημήτριος Δάνδολος από την Σμύρνη, ο οποίος έφτασε το 1910 στο Μπουένος Άιρες ως εκπρόσωπος της εταιρείας ταπήτων Oriental Carpet Company για να αναλάβει την επέκταση των εργασιών της στην Νότιο Αμερική. Στην δεκαετία του 1920 αγόρασε με συνεταίρους του τα δικαιώματά της στην Αργεντινή και δημιούργησε ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια ταπητουργίας. Νωρίτερα, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1880, ο Αλκιβιάδης Λάππας ίδρυσε την πολύ σημαντική εταιρεία αργυροχρυσοχοΐας «Plata Lappas» που μέχρι και σήμερα είναι από τις μεγαλύτερες του κλάδου, με σημαντική παρουσία στη διεθνή αγορά.
Στον κλάδο των τυποποιημένων ζαχαροειδών ξεχώρισαν δύο ονόματα: οι αδερφοί Γεωργάλου από τη Χίο και ο Δημήτριος Ηλιάδης δημιούργησαν δύο από τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές βιομηχανίες ζαχαροειδών. Το «μαντεκόλ» (ένα είδος χαλβά από φιστίκι) των αδερφών Γεωργάλου και τα «αλφαχόρ» (ένα είδος διπλών μπισκότων με γέμιση) «Αβάνα» της εταιρείας «HAVANNA S.A.» που ίδρυσε ο Ηλιάδης, εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να είναι από τα πιο δημοφιλή γλυκίσματα στην Αργεντινή. Στον εφοπλιστικό κλάδο, από τη δεκαετία του 1930 ξεκίνησαν τη δραστηριότητά τους στον χώρο ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο ξάδελφός του Νικόλαος Κονιαλίδης, ενώ το 1940 εγκαταστάθηκε στο Μπουένος Άιρες και ο εφοπλιστής Ευγένιος Ευγενίδης που ανέπτυξε τις επιχειρήσεις του στη Νότιο Αμερική.
Από τη δεκαετία του 1920 δραστηριοποιήθηκε και μια μικρή ομάδα από τους διανοούμενους της παροικίας, όπως ο Γεώργιος Παρασκευαΐδης και ο Νεοκλής Τριανταφυλλίδης από τη Μικρά Ασία, που ασχολήθηκαν με τον Τύπο και τα Γράμματα. Ο Γεώργιος Παρασκευαΐδης, ο οποίος από νεαρή ηλικία είχε αναπτύξει λογοτεχνική δράση στην Κωνσταντινούπολη, εγκαταστάθηκε στην Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Διατέλεσε διευθυντής της έγκυρης ελληνικής εφημερίδας «Πατρίς» του Μπουένος Άιρες κατά το διάστημα 1930-1933 και ανέπτυξε στενές σχέσεις με λογοτεχνικούς κύκλους της Αργεντινής. Ο Νεοκλής Τριανταφυλλίδης ήταν επίσης γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης. Στο Μπουένος Άιρες ίδρυσε και διηύθυνε την εφημερίδα «Πατρίς» κατά το διάστημα 1924-1930 και διατέλεσε γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας. Σήμερα υπάρχουν αρκετοί απόγονοι Ελλήνων μεταναστών που διαπρέπουν στον επιστημονικό και καλλιτεχνικό χώρο.
Εξ όσων έχω διαβάσει και ο πρώτος πρόεδρος της ενοποιημένης Αργεντινής, ο Μπαρτολομέ Μίτρε, είχε ελληνική καταγωγή, σωστά;
Είναι όντως μια ιδέα που άρχισε να διαδίδεται από ορισμένα μέλη της ελληνικής παροικίας του Μπουένος Άιρες κατά τη δεκαετία του 1930 και εξακολουθεί να κυκλοφορεί ως σήμερα, παρόλο που δεν υπάρχουν πειστικά στοιχεία σε σχέση με το θέμα. Σύμφωνα με την εκδοχή που άρχισε να προβάλλεται κυρίως από τον «Ελληνικό Σύνδεσμο», μια οργάνωση που ιδρύθηκε το 1932 στο Μπουένος Άιρες με στόχο τη σύσφιξη των ελληνο-αργεντινών σχέσεων, ο πρόεδρος Μπαρτολομέ Μίτρε, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία της χώρας το 1862, ήταν απόγονος του Δημητρίου Βεντούρα, Ηπειρώτη εγκατεστημένου στη Βενετία. Ο Δημήτριος Βεντούρα είχε λάβει μέρος στην εξερευνητική αποστολή του Χερόνιμο Λουίς ντε Καμπρέρα που ίδρυσε την πόλη Κόρδοβα της Αργεντινής το 1573.
Πάντως, ανεξάρτητα από την ιστορική αλήθεια που μπορεί να περιέχει αυτή η ιδέα, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι στη δεκαετία του 1930, ένα τμήμα της κοινοτικής ελίτ επιχείρησε να ενισχύσει το πολιτισμικό κεφάλαιο της ελληνικής παροικίας στην κοινωνία της χώρας υποδοχής και άρχισε να προβάλει συστηματικά τη συμβολή του ελληνικού στοιχείου στην ιστορική πορεία της Αργεντινής. Αυτή την εποχή, δηλαδή τη δεκαετία του 1930, θα ανακαλυφθεί από την ελληνική παροικία και η συμμετοχή δύο σπουδαίων Ελλήνων ναυτικών στον απελευθερωτικό αγώνα της Αργεντινής από την ισπανική αυτοκρατορία. Πρόκειται για τον Νικόλαο Κολμανιάτη από την Υδρα, που έφτασε στην Αργεντινή το 1811 και έλαβε μέρος σε σειρά ναυμαχιών και για τον Μιχαήλ Σ. Σπύρου, πιθανώς από την Μυτιλήνη, ο οποίος το 1814 ανατίναξε ηρωικά το πλοιάριό του για να μην παραδοθεί στους Ισπανούς. Στην Αργεντινή τιμώνται ιδιαίτερα και προς τιμήν τους η κυβέρνηση της Αργεντινής βάφτισε δύο από τα πολεμικά της πλοία με τα ονόματα «Nicolás Jorge» και «Miguel Spiro». Επιπλέον, η ελληνική παροικία της Αργεντινής άρχισε να συμπεριλαμβάνει στη γενεαλογία της και μια σειρά από τολμηρούς Ελληνες ναυτικούς, προερχομένους κυρίως από νησιά που βρίσκονταν υπό βενετική και γενοβέζικη κυριαρχία, οι οποίοι συμμετείχαν στις εξερευνητικές αποστολές των Ισπανών τον 16ο αιώνα.
Η υιοθέτηση και προβολή αυτών των μορφών ως προγόνων της σύγχρονης ελληνικής παροικίας της Αργεντινής ήταν αναμφίβολα μια προσπάθεια, από την πλευρά της ελληνικής κοινότητας, να κερδίσει την αναγνώριση και τον σεβασμό των άλλων, και να βελτιώσει τους όρους της ενσωμάτωσής της στην κοινωνία υποδοχής.
Πόσο εύκολη ήταν η ενσωμάτωση στη χώρα υποδοχής; Πώς βλέπαν οι Αργεντίνοι τους Έλληνες μετανάστες;
Σε σχέση με άλλες χώρες υποδοχής, η ενσωμάτωση των Ελλήνων μεταναστών στην Αργεντινή ήταν σχετικά εύκολη, παρά τις αναμφίβολες δυσκολίες της αρχικής εγκατάστασης. Αυτό οφείλεται στον γενικά ανοιχτό και έντονα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της τοπικής κοινωνίας, καθώς και στο κυρίαρχο φιλικό κλίμα απέναντι στους Ευρωπαίους μετανάστες. Ως προς το τελευταίο, να σημειωθεί ότι η θετική αξιολόγηση της ευρωπαϊκής μετανάστευσης είναι μια πολιτισμική σταθερά στην αργεντινή κοινωνία. Αυτή η θετική στάση διαμορφώθηκε ήδη από την εποχή των ιδρυτών πατέρων του αργεντινού έθνους, που έβλεπαν τους Ευρωπαίους μετανάστες ως φορείς του πολιτισμού και υποτιμούσαν τον ντόπιο πληθυσμό ως προϊόν της αποικιοκρατίας και της φυλετικής πρόσμιξης. Αυτό έδωσε στους Ευρωπαίους μετανάστες σημαντικά περιθώρια ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, παρά τις ταπεινές καταβολές που μπορεί να είχαν οι περισσότεροι από αυτούς. Το γεγονός αυτό διαφοροποιεί την περίπτωση της Αργεντινής από άλλες χώρες υποδοχής. Στις Ηνωμένες Πολιτείες για παράδειγμα, οι μετανάστες από τη Νότια και την Ανατολική Ευρώπη συχνά υποτιμούνταν από τον ντόπιο πληθυσμό και έπρεπε να συμμορφωθούν με τα κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα της κοινωνίας υποδοχής.
Ειδικά στην πρωτεύουσα Μπουένος Άιρες οι Ελληνες μετανάστες ένιωθαν άνετα, καθώς ήταν μια μεγαλούπολη με έντονα κοσμοπολίτικο αέρα, αφού το 1914 ένας στους τέσσερις κατοίκους της ήταν μετανάστης. Παρόλο που δημιουργήθηκαν κάποια αρνητικά στερεότυπα σε σχέση με ορισμένες εθνοτικές ομάδες, αυτό δεν αφορούσε τους Έλληνες. Η μικρή αριθμητική δύναμή τους και η σχετική άγνοια της αργεντινής κοινωνίας σχετικά με τη σύγχρονη Ελλάδα συντέλεσε στην απουσία αναγνωρίσιμων αρνητικών εικόνων σε σχέση με την ελληνική μεταναστευτική κοινότητα. Επιπλέον, η συντριπτική παρουσία των Ιταλών και Ισπανών στην Αργεντινή δεν επέτρεψε τη διαμόρφωση της γενικής κατηγορίας του «μεσογειακού» μετανάστη στον οποίον θα περιλαμβάνονταν όλοι οι Ευρωπαίοι του Νότου. Η μόνη προσπάθεια που χρειάστηκε ίσως να καταβάλουν οι Έλληνες των πρώτων, κυρίως, μεταναστευτικών ρευμάτων, ήταν να αποδείξουν την ευρωπαϊκότητά τους και να διαχωριστούν από τους μετανάστες που προέρχονταν από τις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Εξάλλου, παρά τη σχετική άγνοια της αργεντινής κοινωνίας σε σχέση με τους σύγχρονους Έλληνες, ο θαυμασμός των ανώτερων μορφωτικών στρωμάτων για το αρχαιοελληνικό παρελθόν και η ένθερμη υιοθέτησή του δυτικού πνεύματος ως πολιτισμικής βάσης της Αργεντινής συντέλεσαν στη δημιουργία μιας θετικής εικόνας για τους Έλληνες, παρά τον γενικά αφηρημένο χαρακτήρα που αυτή μπορεί να διατηρούσε.
Ποιες ήταν οι κοινωνικές ή/και πολιτικές ταυτότητες των Ελλήνων μεταναστών;
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η ελληνική παροικία της Αργεντινής, και ειδικά του Μπουένος Άιρες, απέκτησε τον χαρακτήρα διαστρωματωμένης κοινότητας, κυρίως όταν οι κοινωνικές διαφορές που ούτως ή άλλως υπήρχαν στο εσωτερικό του ελληνικού μεταναστευτικού σώματος μεταφέρθηκαν στις σχέσεις και στις ιεραρχίες μεταξύ των ελληνικών οργανώσεων. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 η παροικιακή ελίτ επεδίωξε τη δημιουργία μιας κεντρικής οργάνωσης που θα αναλάμβανε τη συνολική εκπροσώπηση των Ελλήνων στην κοινωνία υποδοχής και θα συντηρούσε θεσμούς όπως εκκλησία και σχολείο. Σε αυτό το πλαίσιο ιδρύθηκε, το 1928, στην αστική γειτονιά του Παλέρμο, η «Ελληνική Κοινότητα Μπουένος Άιρες» που διατηρείται μέχρι σήμερα.
Αυτές οι προσπάθειες συγκεντρωτικής εκπροσώπησης της ελληνικής παροικίας και άσκησης της εθνοτικής ηγεσίας, συνάντησαν αντιστάσεις από τους «λαϊκούς» αλληλοβοηθητικούς συλλόγους που από την αρχή του 20ούα αιώνα εξυπηρετούσαν πρακτικές ανάγκες των εργατικών, κυρίως, στρωμάτων της παροικίας, και επεδίωκαν να διατηρήσουν την αυτονομία τους. Στη συνείδηση των μελών τους, η «Ελληνική Κοινότητα» είχε ελιτίστικο χαρακτήρα και η ηγετική ομάδα που τη διοικούσε αδιαφορούσε για τις πραγματικές ανάγκες της μεγάλης μάζας των μεταναστών.
Αυτές οι κοινωνικές διαφορές και αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο αστικό Παλέρμο, από τη μια πλευρά, και στα εργατικά και μικροαστικά των λαϊκών συνοικιών, από την άλλη, συνυφάνθηκαν και με τις πολιτικές διαιρέσεις της ελληνικής παροικίας. Μετά τη μεταφορά του Εθνικού Διχασμού στους Έλληνες της Αργεντινής, από το 1915 και εξής, και το φαινόμενο των «χωριστών καφενείων», η εγκαθίδρυση της Μεταξικής δικτατορίας επέφερε έντονη πόλωση και διαιρέσεις τη δεκαετία του 1930. Λόγω καταγγελιών που προέρχονταν από το εσωτερικό της παροικίας, σε συνδυασμό με το αυταρχικό πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στην Αργεντινή αυτή την περίοδο, οι απελάσεις αριστερών μεταναστών, μεταξύ των οποίων πολλών απεργούντων ναυτικών, ήταν σύνηθες φαινόμενο εκείνη την εποχή. Αργότερα, η άφιξη στο Μπουένος Άιρες, το 1941, του Κωνσταντίνου Μανιαδάκη, υπουργού Δημόσιας Τάξης του Μεταξικού καθεστώτος, ενίσχυσε τις πολιτικές διαιρέσεις. Με δική του προτροπή και κατόπιν καταγγελιών στην Αστυνομία του τότε Περονικού καθεστώτος, απελάθηκαν τη δεκαετία του 1940 από την Αργεντινή δεκάδες κομμουνιστές ομογενείς. Γενικά, το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που κυριαρχούσε στην Ελλάδα μεταφέρθηκε με μεγάλη ένταση στις ελληνικές κοινότητες της Αργεντινής, ενώ τις επόμενες δεκαετίες, και κυρίως την περίοδο της ελληνικής δικτατορίας, αποκλείονταν συστηματικά από τις παροικιακές οργανώσεις οι ομογενείς αριστερών φρονημάτων. Αυτό είχε δυστυχώς σαν αποτέλεσμα να απομακρυνθούν από τις ελληνικές κοινότητες πολλά αξιόλογα μέλη της νεολαίας που αποτελούσαν και το δυναμικότερο κομμάτι της παροικίας.

Πηγή: www.ekirikas.com