Ινδός συνθέτης, βιρτουόζος του σιτάρ, που συνέβαλε στη διάδοση της ινδικής μουσικής στη Δύση.
Ο Ραβί Σανκάρ (Ravi Shankar) γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1920 στην ιερή πόλη του Μπεναρές, στις όχθες του Γάγγη. Άρχισε τη σταδιοδρομία του στα 10 του χρόνια, γυρίζοντας τον κόσμο με τη χορευτική ομάδα του αδελφού του, Ουντάι, του πρώτου που έφερε τον παραδοσιακό ινδικό χορό στη Δύση. Ο Σανκάρ μπορεί να κατέληγε χορευτής, αν δεν ήταν ο σπουδαίος ερμηνευτής σιτάρ Ουστάντ Αλαουντίν Χαν, ο οποίος έπαιζε με την ομάδα. Όταν οι περιοδείες σταμάτησαν λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σανκάρ πέρασε επτά χρόνια μελετώντας σιτάρ με τον Χαν σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό της βόρειας Ινδίας, προτού βγει στο προσκήνιο στις αρχές του ’50 για να γίνει ένας από τους πιο διάσημους μουσικούς στην πατρίδα του.
Το 1965 δίδαξε σιτάρ στον Τζορτζ Χάρισον, ο οποίος στη συνέχεια το ενσωμάτωσε στη μουσική των Beatles. Έκτοτε, ο ήχος του σιτάρ χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο διάστημα από πολλά συγκροτήματα της ροκ μουσικής και σχεδόν ταυτίστηκε με τα «παιδιά του λουλουδιών» και το κίνημα των χίπις. Η επιτυχία της περιοδείας του Ραβί Σανκάρ στις ΗΠΑ το 1967 ήταν τόσο μεγάλη, που κλήθηκε να δημιουργήσει μουσικά τμήματα με φοιτητές σε σημαντικά αμερικανικά κολέγια και πανεπιστήμια.
O Σανκάρ συμμετείχε στα εμβληματικά ροκ φεστιβάλ του Γούντστοκ (1969) και του Μόντερεϊ (1967). Την ίδια εποχή τον πλησίασε ο σπουδαίος τζαζίστας Τζον Κολτρέιν για να του ζητήσει να του κάνει μαθήματα, ενώ άρχισε να ενσωματώνει ινδικά όργανα στη μουσική του. «Ήταν έτοιμος να έρθει να μελετήσει κοντά μου για έξι εβδομάδες, όταν πέθανε, το 1967» είπε ο Σανκάρ σε μία συνέντευξή του.
Ο Σανκάρ έτυχε, επίσης, μεγάλης αναγνώρισης στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γαλλία και την Αγγλία. Το 1969 δημοσιεύτηκε η πρώτη αυτοβιογραφία του με τίτλο «Η ζωή μου, η μουσική μου» και το 1996 η δεύτερη («Raga Mala») με εκδότη τον Τζορτζ Χάρισον.
Ο Ραβί Σανκάρ ήταν μουσικά ενεργός έως το 2011, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του και τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Πέθανε στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας στις 11 Δεκεμβρίου 2012.
Πηγή: www.sansimera.gr