Ο Σόμερσετ Μομ (Somerset Maugham) ήταν άγγλος μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και διηγηματογράφος, ιδιαίτερα δημοφιλής στην εποχή του Μεσοπολέμου. Τη δεκαετία του 1930 θεωρούταν ως ο πιο υψηλά αμειβόμενος συγγραφέας του κόσμου. To έργο του, που τοποθετείται σε κοσμοπολίτικο περιβάλλον, χαρακτηρίζεται από το διαυγές και ανεπιτήδευτο ύφος του και από την οξυδερκή αντίληψη της ανθρώπινης φύσης. Μείζον έργο του το ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Ανθρώπινη Δουλεία», που θεωρείται ως η κύρια συνεισφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Ο Γουίλιαμ Σόμερσετ Μομ γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1874 στο Παρίσι, όπου ο πατέρας του εργαζόταν στο νομικό συμβούλιο της εκεί βρετανικής πρεσβείας. Έμεινε ορφανός στην ηλικία των δέκα ετών κι επέστρεψε στην Αγγλία, όπου μεγάλωσε με το θείο του, τον αιδεσιμότατο Χένρι ΜακΝτόναλντ Μομ. Φοίτησε στο Κινγκ’ς Σκουλ του Καντέρμπουρι και αφού έμεινε ένα χρόνο στη Χαϊδελβέργη, μπήκε στην Ιατρική Σχολή Σεντ Τόμας του Λονδίνου, από την οποία πήρε το πτυχίο του το 1897.
Το πρώτο μυθιστόρημα
Το πρώτο του μυθιστόρημα «Η Λίζα του Λάμπεθ («Liza of Lambeth», 1897) σημείωσε μικρή επιτυχία, η οποία τον ώθησε να εγκαταλείψει την Ιατρική και να ασχοληθεί με το γράψιμο. Ταξίδεψε στην Ισπανία και την Ιταλία και το 1908 πέτυχε ένα θεατρικό θρίαμβο, καθώς τέσσερα έργα του παίζονταν ταυτόχρονα στο Λονδίνο, γεγονός που τον εξασφάλισε οικονομικά.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εντάχθηκε αρχικά στον Ερυθρό Σταυρό, λόγω της ιατρικής του ιδιότητας και υπηρέτησε ως μέλος πληρώματος ασθενοφόρου στη Γαλλία. Εκεί γνώρισε τον αμερικανό Τζέραλντ Χάξτον, ο οποίος έγινε σύντροφός του μέχρι το θάνατό του το 1944. Παράλληλα, από το 1917 έως το 1928 ήταν παντρεμένος με τη διακοσμήτρια Σάιρι Γουέλκαμ, με την οποία απέκτησε μία κόρη.
Τη διετία 1916-1917, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, υπηρέτησε ως πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις στην Αγία Πετρούπολη, όπου απέτυχε να προβλέψει την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του, αλλά και της μη γνώσης της ρωσικής γλώσσας. Μετά τον πόλεμο ταξίδεψε σε πολλές χώρες και το 1928 αγόρασε μία έπαυλη στο ακρωτήριο Φερά της νότιας Γαλλίας, η οποία έγινε η μόνιμη κατοικία του.
«Ανθρώπινη δουλεία» και «Τσάι και Ματαιοδοξία»
Η φήμη του ως μυθιστοριογράφου οφείλεται κυρίως σε τέσσερα βιβλία: «Ανθρώπινη δουλεία» («Of Human Bondage», 1915), μία ημιαυτοβιογραφική περιγραφή τής επώδυνης πορείας προς την ωριμότητα ενός νεαρού φοιτητή της Ιατρικής, «Το φεγγάρι και μια πεντάρα» («The Moon and Sixpence», 1919), η ιστορία ενός ιδιότυπου καλλιτέχνη, εμπνευσμένη από τη ζωή του ζωγράφου Πολ Γκογκέν, «Τσάι και Ματαιοδοξία» («Cakes and Ale», 1930), η ιστορία ενός διάσημου μυθιστοριογράφου, στην οποία «φωτογραφίζει» τους συγγραφείς Τόμας Χάρντι και του Χιου Γουόλπολ και «Στην κόψη του ξυραφιού» («The Razor’s Edge», 1944), όπου περιγράφονται οι αναζητήσεις ενός νεαρού Αμερικανού, βετεράνου του πολέμου, για μια καλύτερη ζωή.
Τα θεατρικά έργα του, κυρίως εδουαρδιανές κοινωνικές κωμωδίες, δεν άργησαν να ξεχαστούν, ενώ τα διηγήματά του κέρδισαν σε δημοτικότητα. Πολλά από αυτά δείχνουν τις συγκρούσεις Ευρωπαίων σε ξένα περιβάλλοντα, όπου δημιουργούνται έντονα συναισθήματα και η επιδεξιότητα του Μομ στο χειρισμό της πλοκής διακρίνεται από οικονομία και δραματική ένταση.
Παρά τη δημοφιλία του και την παγκόσμια φήμη του, ο Μομ δεν ήταν ιδιαίτερα αποδεκτός από τους άγγλους κριτικούς. Εκφράζοντας τη δυσφορία του έγραψε στην αυτοβιογραφία του «The Summing Up» (1938), ότι βρίσκεται στην «πρώτη σειρά της δεύτερης κατηγορίας (των συγγραφέων)». Πάντως, από πολύ νωρίς, από την εποχή του βωβού κινηματογράφου, πολλά έργα του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο.
Στη χώρα μας φαίνεται ότι υπήρξε αρκετά δημοφιλής, αν κρίνουμε από τις μεταφράσεις των μυθιστορημάτων του (περισσότερο από μία φορά για κάποια έργα του) και από τα ανεβάσματα των θεατρικών του έργων, όπως «Μια Λαίδη στο σφυρί» («Lady Frederik»), «Βροχή» («Rain»), «H Ιερή Φλόγα» («The Sacred Flame»), «Μια Σταθερή Σύζυγος» («The Constant Wife»), «H Θεατρίνα» («Actress») και «Δια τας παρασχεθείσας υπηρεσίας» («For Services Rendered»).
Ο Σόμερσετ Μομ πέθανε στη Νίκαια της Γαλλίας στις 16 Δεκεμβρίου 1965, σε ηλικία 91 ετών.
Πηγή: www.sansimera.gr