Οκτώβριος 1944, στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς II (Μπίρκεναου). Ο ουγγρικής καταγωγής Σαούλ Όσλαντερ (Γκέζα Ρέριγκ) είναι μέλος της ομάδας των Ζοντερκομάντο, των Εβραίων που είναι επιφορτισμένοι από τους ναζί να βοηθούν στο φρικώδες «διαδικαστικό» των μεγάλης κλίμακας εκτελέσεων αιχμαλώτων, γνωρίζοντας εκ των προτέρων για τη ζοφερή μοίρα των συγκρατουμένων τους. Θα συνεχίσουν να υπηρετούν από αυτό το «ειδικό» πόστο για διάστημα ολίγων μηνών, αποσπασμένοι από τους υπόλοιπους έγκλειστους του στρατοπέδου.
Κάποιοι δεν θα διστάσουν να πλιατσικολογήσουν πάνω στα προσωπικά αντικείμενα των ανυποψίαστων θυμάτων, που οι ίδιοι προηγουμένως έχουν οδηγήσει μέχρι τους θαλάμους αερίων. Ωστόσο, τελικά ούτε εκείνοι θα αποφύγουν την κατάληξη στο κρεματόριο, όπου μαζί τους θα γίνουν «στάχτη» και οι μαρτυρίες από τα φρικτά εγκλήματα που συντελέστηκαν στο στρατόπεδο.
Για τον Σαούλ, που εργάζεται βοηθώντας τους φρουρούς του Άουσβιτς σχετικά με την αποκομιδή των πτωμάτων από τους θαλάμους αερίων, αυτή η φρίκη έχει μετατραπεί σε μια καθημερινή ρουτίνα. Μέχρι που, κάποια στιγμή, εκείνος αποφασίζει ότι πρέπει να θάψει το πτώμα ενός παιδιού, που πιστεύει ότι είναι ο γιος του. Έτσι, ενόσω οι Ζοντερκομάντο ετοιμάζουν την εξέγερσή τους, ο Σαούλ αναλαμβάνει να εκπληρώσει ένα έργο που μοιάζει με αποστολή αυτοκτονίας: Να αποτρέψει την παράδοση του άψυχου σώματος του παιδιού στις φλόγες του κρεματορίου, να βρει έναν ραβίνο για να απαγγείλει τη νεκρώσιμη ακολουθία και να θάψει το αγόρι, σύμφωνα με τα εβραϊκά έθιμα.
Σε ένα ασφυκτικά κλειστοφοβικό, τετράγωνο κάδρο, ο φακός παραμένει εστιασμένος στο ίσως σκυθρωπό, ίσως ληθαργικά ανέκφραστο πρόσωπο του πρωταγωνιστή, αλλά και στο κόκκινο «Χ», με το οποίο είναι μαρκαρισμένη η πλάτη του. «Στερεωμένη» στο πέτο του, η κάμερα κρατά το υποκείμενό της παγιδευμένο σε ένα σχεδόν μόνιμο γκρο πλαν, ακολουθώντας το σε κάθε βήμα της προσπάθειάς του να κερδίσει πίσω λίγη από τη χαμένη του ανθρωπιά (σ.σ. η υποσυνείδητη επιθυμία που πυροδοτεί την αποστολή να θάψει τον «γιο» του). Γύρω του, απλώνεται η επίγεια Κόλαση, αλλά ο φακός την αφήνει μόνο να υπονοηθεί –εκτός εστίασης, εκτός κάδρου–, με τρόπο που τρομάζει πολύ περισσότερο από ό,τι μια ολοκληρωμένη και περιεκτική εικόνα (κάτι που είδαμε να επαναλαμβάνεται από διαφοροποιημένη, αλλά εξίσου ανατριχιαστική σκοπιά στη «Ζώνη Ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ, εν έτει 2023).
Όπως ακριβώς πράττει και το κεντρικό πρόσωπο, ο κρατούμενος Ζοντερκομάντο, ο οποίος εκτοπίζει στο παρασκήνιο της σκέψης του τον όλεθρο του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης και της εξαναγκαστικής συμμετοχής του σε αυτόν, εφευρίσκοντας το απαραίτητο ερέθισμα για να κρατήσει απασχολημένο αλλού το κέντρο της προσοχής του.
«Ο Γιος του Σαούλ» («Saul Fia» / «Son of Saul», 2015), διά χειρός Λάζλο Νέμες (σ.σ. σκηνοθέτης που γαλουχήθηκε κινηματογραφικά ως βοηθός του Μπέλα Ταρ, κι αυτό σημαίνει πολλά από μόνο του), δεν είναι μια ταινία με βολικά καταχωρημένους θύτες και θύματα. Δεν είναι μια ταινία για τους «κακούς», σαδιστές ναζί και τους αθώους Εβραίους, που υποτάσσονται ανήμποροι στις ορέξεις των δυναστών τους. Είναι μια ρεαλιστική, βιωματική εμπέδωση του «τέρατος» του ολοκληρωτισμού, ενός οικοσυστήματος που μετασχηματίζεται χαμελαιοντικά και ενορχηστρώνει την «καταβύθιση» στα πιο σκοτεινά λημέρια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Εκ πρώτης όψεως, οι ενέργειες του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα του έργου μοιάζουν παράλογες και θέτουν σε κίνδυνο τον κοινό σκοπό της ομάδας του. Ωστόσο, στην πραγματικότητα αποτελούν την ύψιστη πράξη αντίστασης ενάντια στη ναζιστική λαίλαπα, της οποίας το μεγαλύτερο τίμημα δεν πληρώνουν τα σώματα –στους θαλάμους αερίων και τους φούρνους–, αλλά οι ψυχές (σ.σ. απώλεια ενσυναίσθησης, υποταγή σε ταπεινά ένστικτα) των αιχμαλώτων. Ταγμένος στον σκοπό να προσφέρει μια αξιοπρεπή ταφή στον «γιο» του, ο Σαούλ ανακτά ταυτοχρόνως τη δική του αξιοπρέπεια. Μαζεύει τα κομμάτια της θρυμματισμένης του ψυχής και τα επανενώνει ένα ένα, καταφέρνοντας στο τέλος να εξιλεωθεί.
Στο φινάλε, η ελπίδα πάντα θα επιβιώνει, ακόμα και στα πυκνότερα σκοτάδια, όπως αποδεικνύει η μικρή, αλλά τόσο ανθρώπινη στιγμή, που μοιράζεται ο πρωταγωνιστής μας με ένα αθώο μικρό παιδί, δίνοντας την αφορμή για το πρώτο και μοναδικό χαμόγελο που θα δούμε να σκάει στα χείλη του σε όλη την ταινία. Ακόμα κι αν ο Σαούλ χάνεται, η ελπίδα μεταπηδά και αγκιστρώνεται στους ώμους του μικρού παιδιού, με τον φακό να εικονοποιεί σε άπταιστη μεταφορική γλώσσα την παράδοση της «σκυτάλης». Στον αντίποδα, η ουγγρική παραγωγή* καυτηριάζει την αποκτήνωση των «συναδέλφων» του πρωταγωνιστή, οι οποίοι, αν και εξίσου αναλώσιμοι (σ.σ. οι «φουρνιές» των Ζοντερκομάντο ανανεώνονται τακτικά, έτσι ώστε να μη μένουν πίσω μάρτυρες των φρικτών εγκλημάτων των ναζί), γαντζώνονται από την περιορισμένη εξουσία που τους έχουν παραχωρήσει οι Γερμανοί επί των υπόλοιπων κρατουμένων του στρατοπέδου.
Ημέρα μνήμης και τροφή για σκέψη
Η 27η Ιανουαρίου έχει καθιερωθεί ως Διεθνής Ημέρα Μνήμης Θυμάτων του Ολοκαυτώματος, κατά την οποία τιμάμε και στεκόμαστε με περισυλλογή μπροστά στη θυσία των εκατομμυρίων Εβραίων που δολοφονήθηκαν από το καθεστώς της ναζιστικής Γερμανίας, τους συμμάχους και τους συνεργάτες του. «Ο Γιος του Σαούλ», η καλύτερη ταινία για το Ολοκαύτωμα και μία από τις καλύτερες του 21ου αιώνα, αποτελεί την πιο ουσιαστική εμπέδωση αυτής της θηριωδίας. Μια κραυγή αγωνίας και ταυτόχρονα ένα «καμπανάκι» προς όσους τείνουν να ξεχνούν το τραυματικό παρελθόν και να ενδίδουν στην ακατανίκητη… γοητεία του ολοκληρωτισμού, συντελώντας στην επανάληψη της Ιστορίας ως φάρσας. Μια υπενθύμιση ότι όλοι μας, υπό τις (α)κατάλληλες συνθήκες, μπορούμε να είμαστε οι εν δυνάμει κακοί της μικρής ή μεγάλης Ιστορίας, και –το χειρότερο– χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε πλήρως.
Σήμερα, που ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, «ξεπλένει» ανερυθρίαστα τους ναζιστικούς χαιρετισμούς των ισχυρών συμμάχων του (βλ. Έλον Μασκ) και διαπράττει εκείνος –με τη σειρά του– μια γενοκτονία εις βάρος του παλαιστινιακού λαού, χαίροντας της ένθερμης υποστήριξης των συμπατριωτών του, οι «Σαούλ» αυτού του κόσμου είναι πιο αναγκαίο από ποτέ να ορθώσουν ανάστημα και να δείξουν ότι υπάρχει κι ένας άλλος δρόμος, κόντρα στο ρεύμα της υποταγής και της συμπόρευσης με το σκότος.
*«Ο Γιος του Σαούλ» βραβεύθηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 2016, μεταξύ πολλών άλλων διακρίσεων.
Πηγή: www.ypaithros.gr