Ο Ντόναλντ Τραμπ (Donald Trump) είναι ο 47ος Πρόεδρος των ΗΠΑ από τις 20 Ιανουαρίου 2025 στη δεύτερη τετραετή θητεία του. Πρωτοεκλέχθηκε στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας στις 8 Νοεμβρίου 2016 και ανέλαβε τα καθήκοντά του ως 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου 2017. Στις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2020 ηττήθηκε από τον υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος Τζο Μπάιντεν. Παραιτήθηκε αμφισβητώντας το εκλογικό αποτέλεσμα και προτρέποντας τους οπαδούς του να προβούν σε δυναμικές ενέργειες.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο δεύτερος Πρόεδρος των ΗΠΑ που θα υπηρετήσει δύο διακεκομμένες θητείες (ο πρώτος ήταν ο Γκρόβερ Κλίβελαντ από το πολύ μακρινό 1893).
Γόνος πλούσιας οικογένειας από τη Νέα Υόρκη, δισεκατομμυριούχος ο ίδιος, είχε μια απρόσμενη διαδρομή μέχρι να διαβεί την πόρτα του Λευκού Οίκου για πρώτη φορά. Ξεκίνησε από τον κόσμο των επιχειρήσεων, πρωταγωνίστησε σε τηλεοπτικό ριάλιτι όπου έγινε ευρύτερα γνωστός και διεκδίκησε την Προεδρία των ΗΠΑ σε μεγάλη ηλικία, την οποία κατέκτησε τον Νοέμβριο του 2016 με τη δέσμευση να «κάνει την Αμερική ξανά μεγάλη».
Δεξιός λαϊκιστής, ο Ντόναλντ Τραμπ διακρίνεται για τον συγκρουσιακό του χαρακτήρα, δύο χαρακτηριστικά που στην εκλογική συγκυρία τον ανέδειξαν στο ύπατο αξίωμα της μεγάλης ατλαντικής δημοκρατίας. Ο Τραμπ είναι ο πρώτος αμερικανός που εκλέχθηκε στην προεδρία των ΗΠΑ χωρίς προηγούμενη κυβερνητική, κοινοβουλευτική ή στρατιωτική εμπειρία, ο πρώτος δισεκατομμυριούχος πρόεδρος της χώρας, δεύτερος χωρίς συνεχόμενες θητείες και ο τρίτος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ, που διώχτηκε ποινικά από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η γέννηση και τα χρόνια της διαμόρφωσης
Ο Ντόναλντ Τζον Τραμπ γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1946 στο Κουίνς της Νέας Υόρκης και ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά του κτηματομεσίτη Φρεντ Τραμπ (1905-1999) και της Μαίρης ΜακΛίοντ (1912-2000). Ο πατέρας του ήταν γερμανικής καταγωγής και η μητέρα του σκωτσέζικης.
Στην αρχή παρακολούθησε ιδιωτικό σχολείο στο Κουίνς και στα 13 του συνέχισε τις σπουδές του εσώκλειστος στη Στρατιωτική Ακαδημία της Νέας Υόρκης. Κατόπιν σπούδασε για δύο χρόνια στο Πανεπιστήμιο Φόρνταμ της Νέας Υόρκης και συνέχισε τις σπουδές στη Σχολή Οικονομικών και Εμπορίου Γουάρτον του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας, από την οποία αποφοίτησε.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, έλαβε τέσσερις αναβολές λόγω σπουδών και άλλη μία για ιατρικούς λόγους κι έτσι απαλλάχτηκε από τη στρατιωτική θητεία.
Η επιχειρηματική δράση
Μετά την αποφοίτησή του δούλεψε στην εταιρεία του πατέρα του, η οποία έχτιζε διαμερίσματα για μεσοαστούς στα προάστια της Νέας Υόρκης. Το 1974 ανέλαβε τη διεύθυνση της πατρική επιχείρησης και άρχισε να φτιάχνει το δικό του όνομα στον χώρο των κατασκευών με έργα, όπως το ξενοδοχείο Grand Hyatt New York (1980) και τον ουρανοξύστη Trump Tower (1983).
Επίσης, στη δεκαετία του ’80 άνοιξε ξενοδοχεία- καζίνο στο Ατλάντικ Σίτι, απέκτησε τα πολυώροφα Plaza Hotel στο Μανχάταν και αγόρασε την έκταση Mar-a-Lago στο Παλμ Μπιτς της Φλώριδας, την οποία μετέτρεψε σε ιδιωτικό κλαμπ. Μεταξύ άλλων επιχειρήσεων, κατείχε για λίγο μία αεροπορική εταιρεία και μία επαγγελματική ομάδα ποδοσφαίρου.
Το 1987 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Η Τέχνη της Διαπραγμάτευσης» («The Art of Deal»), που έγινε μπεστ-σέλερ. Το 1989 η περιουσία του ανερχόταν στο 1,5 δισ. δολάρια, σύμφωνα με το «Forbes», κι έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο εξώφυλλο του περιοδικού Time. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ύστερα από μια ύφεση στην αγορά ακινήτων, ο Τραμπ βρέθηκε καταχρεωμένος και πολλά από τα καζίνο του υπέβαλαν αίτηση πτώχευσης. Το 1995 οι απώλειες του ανέρχονταν σε 1 δισ. δολάρια.
Ο Τραμπ τελικά άρχισε να ανακάμπτει, εν μέρει με ένα επιχειρηματικό μοντέλο που περιελάμβανε την αδειοδότηση του ονόματός του για μια μεγάλη ποικιλία επιχειρήσεων, από συγκυριαρχίες έως μπριζόλες και γραβάτες. Συνέχισε να αποκτά και να κατασκευάζει κτίρια και το 2016, όταν έγινε ο πρώτος δισεκατομμυριούχος που εξελέγη στον Λευκό Οίκο, η αυτοκρατορία του περιλάμβανε κτίρια γραφείων, ξενοδοχεία και γήπεδα γκολφ σε όλο τον κόσμο.
Το 2004 ο Τραμπ άρχισε να παρουσιάζει το τηλεοπτικό ριάλιτι «The Apprentice», στο οποία οι συμμετέχοντες διαγωνίζονταν για μια διευθυντική θέση στις επιχειρήσεις του. Η εκπομπή σημείωσε υψηλή τηλεθέαση και η φράση που τη χαρακτήρισε ήταν το «You’re Fired» («Απολύεσαι») του οικοδεσπότη της εκπομπής σε κάθε έναν που αποχωρούσε. Ο Τραμπ αμειβόταν με 1 εκατομμύριο δολάρια το επεισόδιο και το ριάλιτι προβαλλόταν για 14 σεζόν μαζί με τη συνέχειά του «The Celebrity Apprentice».
Ο Τραμπ εκτός από πρωταγωνιστής στο «The Apprentice», έκανε «περάσματα» και από άλλες τηλεοπτικές εκπομπές, αλλά και από κινηματογραφικές ταινίες, όπως στο «Μόνος στο Σπίτι Νο2: Χαμένος στη Νέα Υόρκη» («Home Alone 2: Lost in New York»). Από το 1996 έως το 2015 διοργάνωσε καλλιστεία («Miss Universe», «Miss USA»), ενώ το 1999 ίδρυσε και πρακτορείο μοντέλων.
Το 1977 ο Τραμπ παντρεύτηκε την Τσέχα μοντέλα Ιβάνα Ζελνίτσκοβα (1949-2020), με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Ντόναλντ Τραμπ τζούνιορ (γ. 1977), την Ιβάνκα Τραμπ (γ. 1981) και τον Έρικ Τραμπ (γ. 1984). Το ζευγάρι χώρισε το 1992 και τον επόμενο χρόνο, ο Τραμπ παντρεύτηκε την ηθοποιό Μάρλα Μέιπλς (γ. 1963), με την οποία έχει μια κόρη, την Τίφανι Τραμπ (γ. 1993). Και ο δεύτερος γάμος του έληξε με διαζύγιο το 1999 και το 2005 παντρεύτηκε την εκ Σλοβενίας μοντέλο Μελάνια Κνάβς (γ. 1970), με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Μπάρον Τραμπ (γ. 2006).
Η ενασχόληση με την πολιτική
Προτού ανέλθει την προεδρία των ΗΠΑ, ο Τραμπ δεν είχε ποτέ εκλεγεί ή διοριστεί σε κάποια κυβερνητική θέση. Υπάρχουν δηλώσεις του από τη δεκαετία του ‘80 ότι θα ήθελε να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ, αλλά το ενδιαφέρον του εκδηλώθηκε σοβαρά το 2015. Πολλοί πίστευαν ότι η έλλειψη πολιτικής εμπειρίας θα έβλαπτε την εκστρατεία του.
Ωστόσο, ο Τραμπ κατάφερε να μετατρέψει την έλλειψη εμπειρίας σε θετικό στοιχείο. Κέρδισε τις ψήφους πολλών ανθρώπων που ένιωθαν ότι είχαν αγνοηθεί από πιο παραδοσιακούς πολιτικούς. Ο Τραμπ δεν ήταν μόνο ένας μη παραδοσιακός υποψήφιος, αλλά κι ένας αμφιλεγόμενος υποψήφιος. Έκανε ωμά και προσβλητικά σχόλια για τους μετανάστες και τις γυναίκες και υποσχέθηκε να απαγορεύσει στους μουσουλμάνους να έρχονται στις ΗΠΑ.
Τον Ιούνιο του 2015 ο Ντόναλντ Ταμπ ανακοίνωσε την προεδρική του υποψηφιότητα σε ομιλία του στο Trump Tower, με τη δέσμευση να «κάνει την Αμερική ξανά μεγάλη». Ήταν το σύνθημα που έβαζε στα καπέλα του μπέιζμπολ που φορούσε συχνά στις δημόσιες συγκεντρώσεις του.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας μίλησε εναντίον της πολιτικής ορθότητας, της παράνομης μετανάστευσης των λόμπι της Ουάσινγκτον, ενώ υποσχέθηκε να μειώσει τους φόρους, να επαναδιαπραγματευτεί τις εμπορικές συμφωνίες, να δημιουργήσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας για τους Αμερικανούς και να χτίσει ένα καλά οχυρωμένο τείχος με το Μεξικό, κύρια πύλη εισόδου των παράτυπων μεταναστών στις ΗΠΑ.
Προς μεγάλη έκπληξη του ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, τον Μάιο του 2016 κέρδισε ο χρίσμα του κόμματός για τις προεδρικές εκλογές, κερδίζοντας 16 ακόμη υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένων των Τζεμπ Μπους, Κρις Κρίστι, Τεντ Κρουζ, Μάρκο Ρούμπιο και Τζον Κάσιτς.
Στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, ο Τραμπ αντιμετώπισε την υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος, Χίλαρι Κλίντον, την πρώτη γυναίκα υποψήφια για την προεδρία από ένα μεγάλο πολιτικό κόμμα. Η μεταξύ τους αναμέτρηση ήταν διχαστική, εξαιτίας κυρίως του συγκρουσιακού χαρακτήρα του Τραμπ και των τοξικών του αναρτήσεων στο Twitter (νυν Χ). Ακόμη και μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι τον επέκριναν, αν και οι υποστηρικτές του αυξάνονταν και πληθύνονταν.
Καθώς πλησίασαν οι εκλογές, σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν νίκη της Κλίντον. Ωστόσο, στις 8 Νοεμβρίου 2016, ο Τραμπ και ο αντιπρόεδρος του, ο μετριοπαθής Μάικ Πενς, επικράτησαν της Χίλαρι Κλίντον και του υποψήφιου αντιπροέδρου της, γερουσιαστή Τιμ Κέιν, κερδίζοντας την ψήφο των εκλεκτόρων (306-232), όχι όμως και τη λαϊκή ψήφο.
Η Πρώτη Προεδρία (2017-2021)
Ο Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ από τον προκάτοχό του Μπαράκ Ομπάμα με την ορκωμοσία του στις 20 Ιανουαρίου 2017. Στα τέσσερα χρόνια της προεδρίας του ακολούθησε μια συντηρητική πολιτική στο εσωτερικό και το δόγμα «Η Αμερική Πρώτα» στην εξωτερική του πολιτική.
Επί προεδρίας του οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις αναβαθμίστηκαν με τις επισκέψεις των πρωθυπουργών Αλέξη Τσίπρα (17 Οκτωβρίου 2017) και Κυριάκου Μητσοτάκη (7 Ιανουαρίου 2020) στον Λευκό Οίκο. Ο ίδιος δεν επισκέφτηκε την Ελλάδα.
Εσωτερική Πολιτική
Ο Τραμπ μείωσε τους φορολογικούς συντελεστές για επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα, κάτι που οδήγησε μεν σε οικονομική ανάπτυξη, αλλά αύξησε το δημοσιονομικό έλλειμμα, αυστηροποίησε τη μεταναστευτική πολιτική, απέκτησε τον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με τον διορισμό τριών συντηρητικών δικαστών (Γκόρσατς, Κάβανο και Μπάρετ) και επιχείρησε να καταργήσει το πρόγραμμα για τη δημόσια υγεία του προκατόχου του (Obamacare), χωρίς επιτυχία.
Η αντίδραση της κυβέρνησής του στην πανδημία του COVID-19 ήταν αμφιλεγόμενη. Αν και προώθησε την ανάπτυξη των εμβολίων, επικρίθηκε για τη διαχείριση των περιοριστικών μέτρων και την προσωπική επικοινωνιακή του στάση.
Εσωτερική Πολιτική
Η εξωτερική πολιτική του χαρακτηρίστηκε από την προσέγγιση «America First» («Πρώτα η Αμερική»), που έδωσε έμφαση στα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα και συχνά αμφισβήτησε παραδοσιακούς πολυμερείς θεσμούς και συμμαχίες. Απέσυρε τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και περιόρισε ρυθμίσεις που σχετίζονταν με την προστασία του περιβάλλοντος, δίνοντας έμφαση στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων.
Απέσυρε επίσης τις ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (JCPOA) και τη Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης του Ειρηνικού (TPP). Επιπλέον, αποχώρησε από την UNESCO και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO). Πραγματοποίησε πρωτοφανείς συναντήσεις για αμερικανό πρόεδρο με τον Κιμ Γιονγκ Ουν, χωρίς όμως απτά αποτελέσματα για την αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας.
Επέβαλε δασμούς σε κινεζικά προϊόντα, πυροδοτώντας εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, την οποία αντιμετώπισε ως στρατηγικό ανταγωνιστή και επαναδιαπραγματεύτηκε τη NAFTA, οδηγώντας στη Συμφωνία USMCA. Υποστήριξε το Ισραήλ, μεταφέροντας την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ, αναγνωρίζοντάς την ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, και προώθησε τις Συμφωνίες του Αβραάμ, ενισχύοντας τις σχέσεις Ισραήλ με αραβικά κράτη.
Αμφισβήτησε τη συνεισφορά συμμάχων στο ΝΑΤΟ, ζητώντας μεγαλύτερη οικονομική συμμετοχή, ενώ επικεντρώθηκε στη μείωση στρατιωτικών δεσμεύσεων στο εξωτερικό, όπως στο Αφγανιστάν. Οι πολιτικές του συχνά προκαλούσαν έντονες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα βαθιά πόλωση στην αμερικανική κοινωνία.
Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις
Η περίοδος 2017-2021 αποτέλεσε σταθμό για την εμβάθυνση των διμερών σχέσεων, θέτοντας τις βάσεις για περαιτέρω συνεργασία σε έναν ασταθή, αλλά γεωπολιτικά κρίσιμο κόσμο. Η Ελλάδα, ως μέλος του ΝΑΤΟ και σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου, ενίσχυσε τη θέση της ως στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ. Η συνεργασία στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας ήταν κεντρική, με την αναβάθμιση της Σούδας στην Κρήτη να αποτελεί σημαντικό στοιχείο.
Το 2019, η υπογραφή της Ελληνοαμερικανικής Αμυντικής Συμφωνίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη προώθησε τη χρήση ελληνικών βάσεων από τις αμερικανικές δυνάμεις και υπογράμμισε την κοινή δέσμευση για σταθερότητα στην περιοχή.
Στον τομέα της ενέργειας, η κυβέρνηση Τραμπ υποστήριξε πρωτοβουλίες που στόχευαν στη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών της Ευρώπης, ενισχύοντας τον αγωγό EastMed και την προώθηση του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Η Ελλάδα αναδείχθηκε ως ενεργειακός κόμβος, γεγονός που ενίσχυσε τη γεωπολιτική της σημασία.
Ωστόσο, υπήρξαν και προκλήσεις. Η πολιτική του Τραμπ σχετικά με το ΝΑΤΟ και οι ευρύτερες γεωπολιτικές ισορροπίες δημιούργησαν ανησυχίες, ενώ η στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία προκάλεσε εντάσεις. Παρόλα αυτά, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις παρέμειναν ισχυρές, με κοινό στόχο τη σταθερότητα και την ανάπτυξη.
Η δίωξη από το Κογκρέσο
Η πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ επισκιάστηκε από τις υποψίες για δεσμούς μελών της προεκλογικής εκστρατείας του με ρώσους αξιωματούχους, προκειμένου να παρέμβουν στις εκλογές του 2016. Ο πρώην διευθυντής του FBI Ρόμπερτ Μιούλερ που ανέλαβε την έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία που ν’ αποδεικνύουν ότι ο Τραμπ ή άτομα της προεκλογικής του εκστρατείας συνεργάστηκε με τη Ρωσία για να επηρεάσουν τις εκλογές.
Οι σχέσεις του Τραμπ με την Ουκρανία οδήγησαν σε μια άλλη διαμάχη. Η Βουλή των Αντιπροσώπων εξέτασε αν ο Τραμπ είχε πιέσει τον πρόεδρο της Ουκρανίας να διερευνήσει τις επιχειρηματικές συναλλαγές του πολιτικού αντιπάλου του Τζο Μπάιντεν και του γιου του Χάντερ Μπάιντεν. Οι έρευνες θα μπορούσαν να κάνουν να φανεί ότι ο Τζο Μπάιντεν εμπλέκεται σε σκάνδαλο, βλάπτοντας ενδεχομένως τις πιθανότητές του στις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Το 2019 η Βουλή των Αντιπροσώπων άσκησε δίωξη στον Τραμπ, δηλαδή του απήγγειλε κατηγορίες για σοβαρά παραπτώματα. Κατηγορήθηκε ότι έκανε κατάχρηση της εξουσίας του ως πρόεδρος. Το επόμενο βήμα ήταν η διεξαγωγή δίκης από τη Γερουσία, η οποία αθώωσε τον αμερικανό πρόεδρο.
Οι προεδρικές εκλογές του 2020
Ο Ντόναλντ Τραμπ έβαλε υποψηφιότητα για δεύτερη θητεία το 2020. Ο Δημοκρατικός αντίπαλός του ήταν ο βετεράνος γερουσιαστής Τζο Μπάιντεν. Η προεκλογική εκστρατεία και οι εκλογές επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη συνεχιζόμενη πανδημία. Έως τις εκλογές του Νοεμβρίου, οι ΗΠΑ είχαν αναφέρει περισσότερα από 9 εκατομμύρια κρούσματα COVID-19 και περισσότερους από 230.000 θανάτους.
Λόγω της πανδημίας, πολλοί άνθρωποι επέλεξαν ν’ ασκήσουν το εκλογικό του δικαίωμα με επιστολική ψήφο αντί να ψηφίσουν αυτοπροσώπως. Ο Τραμπ ισχυρίστηκε, χωρίς στοιχεία, ότι η επιστολική ψήφος οδήγησε σε νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος. Όταν καταμετρήθηκαν όλες οι ψήφοι, ο Τραμπ είχε χάσει τη λαϊκή ψήφο από τον Μπάιντεν με περισσότερες από 7 εκατομμύρια ψήφους. Στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων, ηττήθηκε με ψήφους 306 έναντι 232.
Όμως ο Τραμπ αρνήθηκε ν’ αποδεχτεί το αποτέλεσμα των εκλογών. Συνέχισε να ισχυρίζεται ότι υπήρξε εκτεταμένη νοθεία και ότι οι εκλογές του είχαν κλαπεί. Το επιτελείο και οι υποστηρικτές του αμφισβήτησαν τα αποτελέσματα των εκλογών, καταθέτοντας δεκάδες αγωγές. Παρόλο που τα δικαστήρια έκριναν διαφορετικά, ο Τραμπ συνέχισε να ζητά την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος.
Το τελευταίο βήμα στην εκλογική διαδικασία ήταν η επίσημη καταμέτρηση των ψήφων του Κολεγίου των Εκλεκτόρων από το Κογκρέσο. Στις 6 Ιανουαρίου 2021, καθώς το Κογκρέσο συνεδρίαζε στο Καπιτώλιο, ο Τραμπ πραγματοποίησε μαζική συγκέντρωση έξω από τον Λευκό Οίκο. Προέτρεψε το πλήθος των χιλιάδων υποστηρικτών του να διαδηλώσουν στο Καπιτώλιο. Στη συνέχεια, ένας βίαιος όχλος υποστηρικτών του εισέβαλε στο Καπιτώλιο, καθώς τα μέλη του Κογκρέσου προσπαθούσαν να κρυφτούν.
Επτά άνθρωποι, μεταξύ των οποίων υποστηρικτές του Τραμπ και αστυνομικοί, έχασαν τη ζωή τους. Αφού η αστυνομία απομάκρυνε τους εισβολείς από το κτίριο, το Κογκρέσο συνέχισε τις εργασίες του και ανέδειξε επίσημα πρόεδρο των ΗΠΑ, τον Τζο Μπάιντεν.
Η επίθεση στο Καπιτώλιο συγκλόνισε τη χώρα. Μια εβδομάδα αργότερα η Βουλή των Αντιπροσώπων άσκησε εκ νέου δίωξη στον Ντόναλντ Τραμπ, αυτή τη φορά για ενθάρρυνση εξέγερσης κατά της αμερικανικής κυβέρνησης. Ήταν ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που παραπέμφθηκε δύο φορές σε δίκη.
Η δίκη του Τραμπ στη Γερουσία πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο, τρεις εβδομάδες μετά την αποχώρησή του από τα καθήκοντά του. Επτά Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές μαζί με όλους τους Δημοκρατικούς ψήφισαν ότι ο Τραμπ ήταν ένοχος. Ωστόσο, η ψήφος υπολειπόταν του συνολικού αριθμού που απαιτείται για την καταδίκη του.
Οι εκλογές του 2024
Μετά την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ συνέχισε να αντιμετωπίζει δικαστικές έρευνες και αγωγές που σχετίζονται με γεγονότα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την προεδρία του. Σε μία από αυτές κατηγορήθηκε ότι είχε καταθέσει ψευδή στοιχεία για να αποκρύψει πληρωμές που έγιναν για την κάλυψη αρνητικών πληροφοριών κατά τη διάρκεια της προεδρικής εκστρατείας του 2016. Μία από τις πληρωμές έγινε σε μια γυναίκα με την οποία είχε σχέση για να διασφαλιστεί ότι δεν θα μιλούσε γι’ αυτό πριν από τις εκλογές.
Στις 30 Μαΐου 2024, οι ένορκοι έκριναν τον Ντόναλντ Τραμπ ένοχο. Η ετυμηγορία ήταν ιστορική, καθώς ο Τραμπ ήταν ο πρώτος πρώην πρόεδρος που καταδικάστηκε για έγκλημα.
Τα νομικά του μπλεξίματα δεν τον εμπόδισαν να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για την προεδρία. Κέρδισε εύκολα το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και επέλεξε τον νεαρό γερουσιαστή του Οχάιο Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς ως υποψήφιο αντιπρόεδρό του.
Όταν ξεκίνησε η κούρσα, ο Δημοκρατικός αντίπαλος του Τραμπ ήταν ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ο οποίος διεκδικούσε δεύτερη θητεία. Ωστόσο, τον Ιούλιο του 2024 ο Μπάιντεν εγκατέλειψε την κούρσα ύστερα από μια κακή εμφάνιση σ’ ένα ντιμπέιτ με τον Τραμπ και στην εμφανή κακή κατάσταση της υγείας του. Η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις τον αντικατέστησε ως υποψήφια πρόεδρος των Δημοκρατικών.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Τραμπ μίλησε με τα μελανότερα χρώματα για την κατάσταση της χώρας υπό την ηγεσία του Μπάιντεν και της Χάρις. Ένα σημαντικό θέμα στο οποίο επικεντρώθηκε ήταν η οικονομία. Παρόλο που η ανεργία μειώθηκε απότομα κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, ο πληθωρισμός αυξήθηκε. Αυτό σήμαινε ότι οι Αμερικανοί έπρεπε να πληρώνουν περισσότερα για πράγματα όπως το ενοίκιο, η βενζίνη και την διατροφή.
Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα ήταν η μετανάστευση. Ο Τραμπ τόνιζε σε κάθε περίσταση ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν εισβολή από μετανάστες και υποσχέθηκε να απελάσει τεράστιο αριθμό μεταναστών εάν εκλεγεί.
Η προεκλογική εκστρατεία πήρε απρόσμενη τροπή τον Ιούλιο του 2024, όταν ο Τραμπ τραυματίστηκε σε απόπειρα δολοφονίας, καθώς μιλούσε σε συγκέντρωση οπαδών του στην Πενσυλβάνια. Ένας ένοπλος έριξε πολλούς πυροβολισμούς στη σκηνή, χτυπώντας τον στο αυτί και σκοτώνοντας έναν θεατή. Ο Τραμπ νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο και πήρε εξιτήριο την ίδια ημέρα.
Στη συνέχεια, τον Σεπτέμβριο, ένας άνδρας συνελήφθη αφού εντοπίστηκε με μια καραμπίνα σε ένα γήπεδο γκολφ στη Φλόριντα, όπου έπαιζε ο Τραμπ. Το FBI διερεύνησε το περιστατικό ως άλλη μια απόπειρα δολοφονίας.
Οι προεδρικές εκλογές, που διεξήχθησαν στις 5 Νοεμβρίου, αναμένονταν να κριθούν στο νήμα. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο, κέρδισε εύκολα τη λαϊκή ψήφο και τους εκλέκτορες και ορκίστηκε ξανά Πρόεδρος των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου 2025.
Πηγή: www.sansimera.gr