Σε έναν κόσμο που άλλαξε ριζικά μετά την πανδημία, η έννοια της φύσης και της τέχνης συνδέθηκαν πάλι με το παρελθόν σε μια άλλη διάσταση. Για την Μαρίτα Παππά, τα τεχνητά λουλούδια δεν είναι απλώς αντίγραφα της ζωής, αλλά σύμβολα ασφάλειας, αντοχής και της εύθραυστης ισορροπίας μεταξύ φυσικού και τεχνητού. Στη συνέντευξη που έδωσε στο «Περιοδικό» του «Ε.Κ.», μιλά για το πώς η μετα-πανδημική εποχή επηρέασε την καλλιτεχνική της πορεία, τη συναισθηματική και φιλοσοφική σημασία των τεχνητών λουλουδιών και τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη συνεχίζει να επαναπροσδιορίζει την ομορφιά, τη μνήμη και τη μονιμότητα σε έναν Κόσμο που διαρκώς αλλάζει.
Τα εφήμερα λουλούδια της Μαρίτας Παππά φτιάχνουν την Ανοιξη, για να αποδράσει η λύπη και η θλίψη για την ανθρώπινη φθορά, για το τέλος που όλοι φοβούνται, αλλά είναι αναπόσπαστο με τη φύση μας. Το έργο της το είδαμε στην έκθεση που έκανε στην The Opening Gallery στο Μανχάταν με τον τίτλο «The Poignancy of a Perpetual Spring» («Η Σπαρακτικότητα μιας Αιώνιας Ανοιξης»), το οποίο πυροδότησε εκτός των συναισθημάτων χαράς και αναζωογόνησης και έντονο προβληματισμό για την εφήμερη φύση τους, που μας παρακινεί να αγαπάμε την ομορφιά και να απολαμβάνουμε το παρόν.
Τα λουλούδια σαν παγκόσμια γλώσσα σύνδεσης, είτε αληθινά, είτε ψεύτικα, ασκούν μια απίστευτη έλξη επάνω μας, γιατί συμβολίζουν συναισθήματα, μνήμες και στιγμές που ξεπερνούν τον χρόνο. Η ομορφιά τους, ακόμα και στην τεχνητή τους μορφή, μας θυμίζει τη φθαρτότητα αλλά και τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης ανάγκης για αισθητική, έκφραση και επικοινωνία.
Πού γεννηθήκατε και ποιες ήταν οι πρώτες ύλες από την οικογένειά σας που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά σας;
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1988, σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Πολιτική, λογοτεχνία, μυθολογία, ιστορία, ποίηση -η βιβλιοθήκη του πατρικού μου ήταν σαν ένα μικρό βιβλιοπωλείο. Διάβαζα από πολύ μικρή ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου, ακόμα και αν δεν ήταν για την ηλικία μου. Οι γονείς μου δεν με περιόρισαν ποτέ στο τι θα διαβάζω, και τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Από Ντοστογιέφσκι μέχρι Τσιφόρο και Καζαντζάκη, καθώς και τα άπαντα της Αλκης Ζέη και της Ζωρζ Σαρρή. Οταν ήμουν 14, διάβασα το «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» και το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου – ακόμα θυμάμαι πόσο με είχε συγκλονίσει η γραφή του. Θεωρώ ότι αυτή η εμπειρία του διαβάσματος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που διαμορφώθηκε η δουλειά μου, καθώς και στην ενασχόλησή μου με τη δημόσια σφαίρα και την πολιτικοποίησή της. Πέρα από τα βιβλία, στο σπίτι μου υπήρχε πάντα φαγητό -η μαμά μου είναι εξαιρετική μαγείρισσα- και μουσική: Beatles, Χατζιδάκις, Αλεξίου, Σαββόπουλος. Ετσι διαμορφώθηκε η ζωή μου μέχρι τα 17 μου περίπου.
Πότε ξεκίνησε το ενδιαφέρον σας για την τέχνη και τι σας ώθησε σε αυτήν;
Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, δεν έχω μια ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό. Μερικές φορές ακόμα κι εγώ η ίδια αναρωτιέμαι. Δεν ήμουν ποτέ από τα παιδιά που είχαν ένα μπλοκάκι και ζωγράφιζαν ή σκίτσαραν. Δεν είχα ποτέ ημερολόγιο, δεν έγραφα στίχους ή ποιήματα, ούτε τραγουδούσα. Ονειροπολούσα, όμως, επί μονίμου βάσεως, ήξερα μέσα μου, από τα εφηβικά μου χρόνια, ότι στη ζωή μου θα έκανα κάτι σχετικό με την τέχνη.

Ισως μέσα από τα βιβλία που διάβαζα με γοήτευσε η ιδέα της τέχνης, ποιος ξέρει; Από την άλλη, βέβαια, έκανα πολλά χρόνια χορό. Ξεκίνησα μπαλέτο όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων και, περίπου στα δεκατρία μου, συνέχισα με σύγχρονο μέχρι τα δεκαέξι, όταν σταμάτησε και η ενασχόλησή μου με τον χορό λόγω μαθητικών υποχρεώσεων. Αυτή η εμπειρία με στιγμάτισε, γιατί ήθελα πολύ να ασχοληθώ επαγγελματικά, αλλά δεν βρήκα ποτέ το θάρρος να το κάνω. Το 2006 μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω. Κάπου εκεί ξεκίνησε και το ενδιαφέρον μου για τον κινηματογράφο και τη φωτογραφία. Ο χορός μετατράπηκε σε περπάτημα και παρατήρηση – και κάπως έτσι ξεκίνησε η ενασχόλησή μου με την τέχνη.
Είστε κυρίως γνωστή για τις εγκαταστάσεις της, στις οποίες έχετε αναφορές στην πολιτική, στη γλυπτική, σε κείμενα, σε ήχους και εικόνες. Πόσο επηρεάζουν και τι αποκομίζει το κοινό από αυτές τις εγκαταστάσεις;
Θα προσπαθήσω ν’ απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση με έναν διερευνητικό τρόπο. Οσο περισσότερο δημιουργώ και εκπαιδεύομαι σε αυτό που ονομάζουμε «κόσμο της τέχνης», τόσο περισσότερο πείθομαι ότι ο έλεγχος του καλλιτέχνη, όσον αφορά την ερμηνεία του έργου είναι περιορισμένος. Για την ακρίβεια, κατά τη γνώμη μου, ο έλεγχος σταματά τη στιγμή που το έργο εισάγεται στον δημόσιο χώρο. Από τη στιγμή που η δημιουργία βγαίνει από τα στενά όρια της προσωπικής αφήγησης, τότε ξεκινά, κατά κάποιο μοναδικό και περίεργο τρόπο, η τέχνη – εκτός αν το έργο έχει έναν αυστηρά προσωπικό, διδακτικό ή προπαγανδιστικό χαρακτήρα. Για να φέρω ένα παράδειγμα: όταν παρουσίασα το «The Poignancy of a Perpetual Spring», το πιο πρόσφατο έργο μου, έτυχε την επόμενη μέρα να μιλήσω με δύο πολύ καλούς μου φίλους στην Αθήνα. Στο πλαίσιο της έκθεσης, συζητήσαμε για το φαινόμενο της εξάπλωσης των τεχνητών λουλουδιών στην πόλη. Ισως, λοιπόν, κάπου εκεί να κρύβεται η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. Ελπίζω, μέσα από τα έργα μου, ο θεατής να διερωτάται παρά να επαναπαύεται. Ελπίζω να βλέπει την ποίηση, να αφυπνίζεται και να ενεργοποιείται.

Κυρία Παππά είστε η μία από τις δύο μόνον υποτρόφους Fulbright από την Ελλάδα. Εχετε κάνει εξαιρετικές σπουδές, είστε πολυβραβευμένη και χάρη στο Fulbright, ήρθατε στην Νέα Υόρκη να δώσετε άλλη διάσταση στην τέχνη σας. Πείτε μας, αν το έργο σας με τις τεχνικές συνθέσεις λουλουδιών που εκθέσατε στην Τhe Opening Gallery το εμπνευστήκατε στην πόλη αυτή και πώς;
Το έργο αυτό είναι άμεσα επηρεασμένο από τη Νέα Υόρκη. Οταν έκανα την αίτηση στο Fulbright, ένας από τους βασικούς ερευνητικούς άξονες της πρότασής μου, καθώς και η μεθοδολογία της, ήταν η περιπατητική τέχνη – πώς, δηλαδή, κάποιος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το περπάτημα ως εργαλείο, περφόρμανς ή μέσο διερεύνησης του δημόσιου χώρου. Οταν έφτασα τον Αύγουστο, το πρώτο πράγμα που παρατήρησα γύρω μου ήταν η πληθώρα λουλουδιών που κοσμούσαν τα εστιατόρια και τους εξωτερικούς τους χώρους – κάτι ασυνήθιστο, δεδομένων των εξαιρετικά υψηλών θερμοκρασιών της πόλης εκείνη την περίοδο. Η ερευνητική μου πρόταση σχετίζεται με τη μελέτη του δημόσιου χώρου της Νέας Υόρκης στη μεταπανδημική εποχή. Αυτές οι πολύχρωμες τεχνητές διακοσμήσεις έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν οι ιδιοκτήτες εστιατορίων τις χρησιμοποίησαν για να διακοσμήσουν τους υπαίθριους χώρους τους και να προσελκύσουν πελάτες, ώστε να σώσουν οικονομικά τις επιχειρήσεις τους. Η ιδιαιτερότητα αυτών των συνθέσεων είναι ότι αποτελούν μια μορφή χαρτογράφησης της πόλης. Για να γίνω πιο σαφής, οι συνθέσεις που βρήκα στο West Village -μια αρκετά ακριβή περιοχή της πόλης- δεν συγκρίνονται αισθητικά με μια σύνθεση σε ένα ταχυφαγείο στο Lower East Side. Μου φάνηκε, λοιπόν, ενδιαφέρον το πώς αυτές οι συνθέσεις αποκτούν έναν ταξικό χαρακτήρα και αποφάσισα να ξεκινήσω έτσι την έρευνά μου για τον δημόσιο χώρο της πόλης.
Ο τίτλος της ατομικής έκθεσης που κάνατε στην The Opening Gallery στο Μανχάταν έχει τον τίτλο «Η Σπαρακτικότητα μιας Αιώνιας Ανοιξης». Πώς συνδυάζεται το έργο σας με τον τίτλο;
Ο αγγλικός τίτλος της έκθεσης είναι |The Poignancy of a Perpetual Spring». Η χρήση της λέξης poignancy είναι κομβική, καθώς έχει διττή σημασία και στις δύο γλώσσες. Θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «μελαγχολία», αλλά ταυτόχρονα θα μπορούσε να σημαίνει κάτι εύστοχο, έντονο ή οξύ. Ο τίτλος συνδέεται άμεσα με την παρουσίαση αυτής της έκθεσης. Οταν δούλευα πάνω σε αυτό το έργο, στόχευα στη δημιουργία μιας διπλής ερμηνείας αυτών των λουλουδιών -μέσω των μελαγχολικών-νοσταλγικών Polaroid και της οξύτητας των χειροποίητων υφασμάτινων λουλουδιών. Η έκθεση χωρίστηκε σε δύο μέρη. Στον πρώτο χώρο υπήρχαν τρεις συνθέσεις μικτής τεχνικής από τεχνητά λουλούδια. Αυτές οι συνθέσεις παρέπεμπαν σε κλασικούς πίνακες ζωγραφικής, ακροβατώντας μεταξύ κιτς και κολάζ. Εκεί επικεντρώθηκα στη μεταμόρφωση του υλικού και στη χειρωνακτική εργασία που απαιτείται για τη δημιουργία τους. Ο δεύτερος χώρος αποτελείται από μια γλυπτική εγκατάσταση: 24 ξύλινα κουτιά φτιαγμένα από MDF, το ίδιο υλικό που χρησιμοποιούν και τα εστιατόρια για τις υπαίθριες κατασκευές τους. Κάθε κουτί «στεγάζει» στο εσωτερικό του μια Polaroid που απεικονίζει μια σύνθεση τεχνητών λουλουδιών. Ετσι, η έκθεση από μόνη της αποτέλεσε μια εννοιολογική εξερεύνηση της σχέσης μεταξύ αληθινού και τεχνητού, μελαγχολικού και έντονου.
Εχετε δώσει μια διαφορετική ερμηνεία στα τεχνητά λουλούδια. Εχετε ερευνήσει ένα θέμα που ελάχιστους ανθρωπολόγους και κοινωνιολόγους έχει απασχολήσει, αν και τα λουλούδια αυτά έχουν υπάρξει σύμβολα «παράκαμψης της φύσης», αφού δεν μαραίνονται ποτέ. Οσο για τα φυσικά λουλούδια, ας μην ξεχάσουμε τις δεκαετίες του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970 που υπήρξαν σύμβολο παθητικής αντίστασης και της ιδεολογίας της μη βίας.
Ακριβώς αυτή είναι και η αντίφαση που μου κέντρισε το ενδιαφέρον: πώς κάτι τόσο απόλυτα συνδεδεμένο με τη μη βία, την ομορφιά και την ηρεμία της φύσης εισβάλλει τόσο επιθετικά και μόνιμα στον δημόσιο χώρο. Ακόμα και από αισθητικής πλευράς, οι συγκεκριμένες συνθέσεις αλλοιώνονται με τον χρόνο – είτε λόγω καιρικών συνθηκών είτε εξαιτίας της ρύπανσης και του καυσαερίου. Η καλλιτεχνική μου έρευνα και πρακτική επικεντρώνεται στις δομές εξουσίας στη δημόσια σφαίρα και στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουν τη συλλογική μνήμη. Σε αυτή την περίπτωση, οι τεχνητές συνθέσεις χρησιμοποιήθηκαν ως ένα μέσο επιβίωσης και αισθητικής, οι ιδιοκτήτες των εστιατορίων αναζητούσαν «δημιουργικούς» τρόπους να κρύψουν τις φθηνές κατασκευές τους. Ωστόσο, αυτές οι εγκαταστάσεις, που ξεκίνησαν ως πρακτικές προσαρμογές για την υπαίθρια εστίαση, έχουν εξελιχθεί σε ακούσια μνημεία που αποκαλύπτουν πώς οι θεσμοί ανταποκρίνονται στις κρίσεις μέσω προσωρινών λύσεων, οι οποίες τελικά μετατρέπονται σε μόνιμα στοιχεία του αστικού τοπίου.
Ας έρθουμε στις δικές σας δημιουργίες με τις πανέμορφες μαργαρίτες, τις εντυπωσιακές μανόλιες και τόσες άλλες υψηλής αισθητικής συνθέσεις λουλουδιών. Τι υλικά χρησιμοποιείτε και πόσο δύσκολη είναι η δημιουργία ενός τέτοιου ιδιαίτερου έργου;
Οι εγκαταστάσεις μου έχουν πάντα έναν χαρακτήρα εφήμερο. Χρησιμοποιώ φτηνά υλικά και σχεδόν πάντα υπάρχει το στοιχείο της χειρονακτικής εργασίας και της επανάληψης. Η σχέση μεταξύ υλικότητας, μνήμης και παροδικότητας είναι κάτι που με έχει απασχολήσει πολύ τα τελευταία χρόνια στην έρευνά μου. Εψαχνα να βρω πώς θα προσεγγίσω, ή για να το θέσω καλύτερα, πώς θα δημιουργούσα έναν διάλογο μεταξύ της μονιμότητας των Polaroid και της τεχνητής φύσης των λουλουδιών. Αποφάσισα λοιπόν να φτιάξω δικές μου κατασκευές από ύφασμα. Επικοινώνησα με ένα εργαστήριο υφασμάτινων λουλουδιών και τους ρώτησα αν έχουν υλικά για «πέταμα». Στη σημερινή εποχή, θεωρώ ότι έχει σημασία να σκεφτόμαστε τον αντίκτυπο των υλικών και των μεθόδων που χρησιμοποιούμε. Θεώρησα αναγκαίο, από τη στιγμή που παράγω κάτι καινούριο, να βρω τον πιο σωστό και οικολογικό τρόπο. Ετσι ξεκίνησε η σύνθεση αυτών των κατασκευών, η οποία κράτησε περίπου μία εβδομάδα, συνθέτοντας πάνω από διακόσια λουλούδια τα οποία, οποιαδήποτε στιγμή, μπορούν να αποσυντεθούν και να επιστρέψουν στο αρχικό τους στάδιο. Αυτή η έννοια της μεταμόρφωσης του υλικού και των πολλαπλών διαστάσεων που θα μπορούσε να πάρει, με συναρπάζει.
Στην τεχνητή φύση των λουλουδιών στο έργο σας, νομίζω πως υπάρχει μια αίσθηση μελαγχολίας και ταυτόχρονα υπάρχει μια αίσθηση οικειότητας. Πώς το ερμηνεύετε αυτό;
Η οικειότητα προέρχεται αρχικά υποσυνείδητα. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι το οποίο είχε τεχνητά λουλούδια εξαιρετικής ποιότητας. Ακόμα θυμάμαι τα σκούρα κόκκινα βελούδινα τριαντάφυλλα στο τραπέζι του σαλονιού μας. Ισως γι’ αυτό μου κίνησαν το ενδιαφέρον. Ο κόσμος που επισκέφτηκε την έκθεση σχολίασε ακριβώς αυτό: πώς κάτι το οποίο αποτελεί κάτι ευτελές και τόσο γνώριμο, μέσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας μελέτης, αποδίδεται ένας άλλος χαρακτήρας. Μέσα από αυτή την έκθεση προσπάθησα να εξετάσω αυτά τα λουλούδια ως μνημονικό βοήθημα, να τους δώσω μια «αισθητική αξία» μέσω των κατασκευών, οι οποίες ταυτόχρονα αποτελούν και μια κριτική στους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η συλλογική μας ζωή μετά την πανδημία. Αυτό θεωρώ ότι ίσως επιφέρει και ένα αίσθημα μελαγχολίας.

Η ζήτηση για ψεύτικα λουλούδια αυξήθηκε μετά την πανδημία. Πού αποδίδετε εσείς αυτή τη στροφή;
Το σχόλιο της Margaret Mead στο άρθρο της The Flowering of Fake Flowers, που δημοσιεύθηκε στους «New York Times» το 1964, υποστηρίζει ότι η εξάπλωση των τεχνητών λουλουδιών στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο της μεταπολεμικής Αμερικής αντικατοπτρίζει μια προσπάθεια αποφυγής της φύσης και μια αναζήτηση μονιμότητας. Κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ εύστοχο. Η θέα αυτών των τεχνητών συνθέσεων προσφέρει μια αίσθηση σιγουριάς και ελέγχου. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις, γιατί θα είναι για πάντα εκεί. Δεν θα υπάρξει φθορά. Ισως ο κόσμος μετά την πανδημία να αναζητά όλο και περισσότερους τρόπους να εξασφαλίσει αυτό το αίσθημα.
Τι είναι αυτό το στοιχείο στο οποίο αποδίδετε περισσότερο την επιτυχία σας; Ισως είναι λίγο νωρίς να μιλάμε για επιτυχία, εξαρτάται βέβαια και από το πώς την ορίζει κανείς. Παρ’ όλα αυτά, θα πω ότι για πρώτη φορά στην πορεία μου ως καλλιτέχνης νιώθω ότι έχω ένα σώμα δουλειάς που μπορεί πια και επικοινωνεί μέσα από πολλές μεθοδολογίες, πέρα από το εκθεσιακό κομμάτι. Υπάρχει μια αποδοχή, κατανόηση και επικοινωνία, είτε αυτό έχει να κάνει με τη συγγραφή ερευνητικών προτάσεων είτε με εκπαιδευτικά εργαστήρια. Η έρευνα και η παιδαγωγική είναι τομείς που έχουν επηρεάσει πολύ την πρακτική μου και τα θεωρώ άρρηκτα συνδεδεμένα. Η αναγνώριση του Fulbright ήρθε σε μια εποχή που ήταν πολύ σημαντική για μένα, και τους είμαι ευγνώμων. Μέσω αυτού του βραβείου, μου έχει δοθεί η δυνατότητα να έρθω σε επαφή με μια τεράστια καλλιτεχνική και επιστημονική κοινότητα. Πιστεύω πολύ στη διεπιστημονική συνεργασία και μελέτη. Αν υπάρχει η έννοια της επιτυχίας στη δουλειά μου, πιστεύω ότι οφείλεται σε αυτό.
Πείτε μας για την συνεργασία σας με την επιμελήτρια της έκθεσής σας στην The Opening Gallery, κα Σωζήτα Γκουντούνα, η οποία προβάλλει διεθνείς και τοπικούς καλλιτέχνες με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Η Σωζήτα είναι μια εξαιρετική συνεργάτις, της οποίας η στήριξη στην υλοποίηση και παρουσίαση του έργου ήταν καθοριστική, και την ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Η εμπιστοσύνη της στη δουλειά μου με τιμά ιδιαιτέρως και θα ήθελα πολύ να έχω την ευκαιρία να δουλέψω ξανά μαζί της στο μέλλον. Οταν αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε αυτή τη δουλειά, σχεδόν ενστικτωδώς δουλέψαμε και οι δύο με βασικό γνώμονα το διττό ρόλο του έργου. Ως εικαστικός, αντιμετωπίζω το χώρο της έκθεσης ως κομμάτι του έργου. Η επιστημονική κατάρτιση της κας Γκουντούνα ως ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια με βοήθησε πολύ να βρω τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσουμε το χώρο της Opening Gallery στην περιοχή Tribeca. Το πάθος και ο ζήλος που μπορεί να δείξει η Σωζήτα για να βγει ένα σωστό αποτέλεσμα είναι αξιοθαύμαστο. Ειλικρινά, οι στιγμές που περάσαμε μαζί εκείνες τις μέρες που στήναμε την έκθεση είναι από τις πιο δημιουργικές, αστείες και παραγωγικές που έχω ζήσει ετοιμάζοντας μια έκθεση. Ανυπομονώ να δω τα επόμενα δημιουργικά της πλάνα, που είμαι σίγουρη ότι θα είναι όπως πάντα μοναδικά.
Ζήσατε και στην Αγγλία και έχετε ταξιδέψει αρκετά. Τι είναι που σας εντυπωσίασε στις γειτονιές του Κόσμου και θα επιθυμούσατε να το υλοποιήσετε σε έργο;
Εχω μια βαθιά αγάπη και περιέργεια γι’ αυτό που ονομάζουμε καθημερινότητα και για το πώς αυτή καθορίζεται, πλαισιώνεται και πολιτικοποιείται. Αν γύρναγα το χρόνο πίσω ή ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον, θα έκανα ένα έργο για την Αθήνα. Λείπω πολλά χρόνια και πια νιώθω την ανάγκη να τη γνωρίσω καλύτερα. Ακούγεται σχεδόν ουτοπικό, αλλά αυτό που θα ήθελα είναι να κάνω μια γλυπτική εγκατάσταση στην αρχαία αγορά της Αθήνας. Είναι ένα μέρος που επισκέπτομαι σχεδόν κάθε φορά που πάω. Είναι ένας τόπος που συνδέεται άμεσα με τις έννοιες της δημόσιας σφαίρας, της πολιτικής συμμετοχής και της δημοκρατίας και θα ήθελα πολύ να έχω την ευκαιρία να κάνω μια επιτόπια εγκατάσταση εκεί.
studio:www.maritapappa.com
instagram @marita_pappa
+1 646-630-6598
Για την καλλιτέχνη
Η Μαρίτα Παππά είναι Ελληνίδα εικαστικός που διερευνά τη σχέση μεταξύ σώματος, χρόνου και δημόσιου χώρου, καθώς και τις συνθήκες ρήξης και επιβίωσης. Μέσα από εγκαταστάσεις και αστικές παρεμβάσεις, συνυφαίνει έννοιες ποίησης, πολιτικής και τόπου, χρησιμοποιώντας γλυπτική, κείμενο, ήχο και φωτογραφία.
Είναι απόφοιτη Καλών Τεχνών από το Glasgow School of Art και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στη Γλυπτική από το Royal College of Art στο Λονδίνο. Εργα της έχουν παρουσιαστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Τουρκία και τη Νορβηγία, σε χώρους όπως οι Opening Gallery (Νέα Υόρκη), Gallery 46 (Λονδίνο), Standpoint Gallery (Λονδίνο), Iris Gallery (Αθήνα) και House For An Art Lover (Γλασκώβη), καθώς και στα Athens Photo Festival, Medphoto Festival, Brighton Photo Biennial και Bitume Photo Festival (Puglia, Ιταλία). Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, έλαβε υποστήριξη από τον Οργανισμό ΝΕΟΝ, το Ιδρυμα Schilizzi στη μνήμη του Ελευθέριου και της Ελένης Βενιζέλου και το Leverhulme Trust. Από το 2022 έως το 2024, συντόνισε το F.E.I.N.A.R.T., το πρώτο δίκτυο χρηματοδοτούμενο από την ΕΕ με την υποστήριξη των Marie Skłodowska-Curie Actions για την ανάπτυξη και παραγωγή κοινωνικά εμπλεκόμενης τέχνης στην Ευρώπη. Το 2024, έλαβε την υποτροφία Fulbright Artist Grant και φιλοξενείται στο New School της Νέας Υόρκης ως καλλιτέχνις-ερευνήτρια.
Για τη Γκαλερί
Η The Opening Gallery, στην οδό 42 Walker Street, Tribeca, Νέα Υόρκη, είναι ένας μη κερδοσκοπικός πολιτιστικός χώρος που ιδρύθηκε το 2022 για να προβάλλει διεθνείς και τοπικούς καλλιτέχνες, ερευνητικές πρακτικές, παραστάσεις, ζωντανά γεγονότα και εκπαιδευτικά προγράμματα. Οι καλλιτέχνες που εκθέτονται στη γκαλερί συχνά είναι μέρος των μόνιμων συλλογών μουσείων στις ΗΠΑ και διεθνώς. Η γκαλερί έχει συνεργαστεί με σημαντικά αμερικανικά ιδρύματα όπως το Πανεπιστήμιο Columbia, το Maison Française του NYU, το Fulbright Program και το Watermill Center. Ιδρύθηκε από την Δρα Σοζίτα Γουδούνα, PhD, και το 2023 συνεργάστηκε με τον εκδοτικό οίκο Eris.
Πηγή: www.ekirikas.com