Το καλαμπόκι ανήκει στα ανοιξιάτικα, κτηνοτροφικά κυρίως, σιτηρά μεγάλης οικονομικής σημασίας αμέσως μετά από αυτήν του σιταριού και του ρυζιού. Ο καρπός του καλαμποκιού αποτελεί βασική πηγή της ανθρώπινης διατροφής σε πολλές χώρες. Το αλεύρι του, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού σε ανάμειξη με άλλα άλευρα για διάφορα αρτοποιήματα και προϊόντα ζαχαροπλαστικής, ενώ το αραβοσιτέλαιο χρησιμοποιείται στη μαγειρική. Το άμυλο του καλαμποκιού χρησιμοποιείται ευρέως στη ζαχαροπλαστική, στη βιομηχανία παιδικών τροφών, στην παρασκευή αλλαντικών και διάφορων αμυλούχων και ζαχαρούχων προϊόντων, καθώς και στη ζυθοποιία.
Το καλαμπόκι, κατά κύριο λόγο, χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή είτε ως καρπός είτε σε ανάμειξη με καρπούς άλλων πρωτεϊνούχων καλλιεργειών, ενώ η βιομάζα του φυτού μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ενσίρωμα. Τέλος, το άμυλο του καρπού του καλαμποκιού χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία και στην υφαντουργία, στην παρασκευή διάφορων χημικών και βιομηχανικών προϊόντων, αλλά και για την παραγωγή βιοαιθανόλης. Τα χαρακτηριστικά του φυτού, όπως και ο βιολογικός κύκλος του, είναι άμεσα συνδεδεμένα με την προσαρμοστικότητά του και τις ορθές καλλιεργητικές τεχνικές, οι οποίες συμβάλλουν σημαντικά στις υψηλές αποδόσεις της καλλιέργειας. Στο παρόν άρθρο, θα αναφερθούν οι πλέον σημαντικές καλλιεργητικές πρακτικές, από την εγκατάσταση της καλλιέργειας έως και την αποθήκευση του καρπού.
Προσαρμοστικότητα
Το καλαμπόκι είναι φυτό τροπικής προέλευσης. Παρ’ όλα αυτά, καλλιεργείται και στις εύκρατες περιοχές, με τη ζώνη της καλλιέργειάς του να εκτείνεται από 48ο Β έως 35ο Ν γεωγραφικό πλάτος, λόγω της μεγάλης ποικιλομορφίας τύπων που παρουσιάζει, αλλά και στη μεγάλη προσαρμοστικότητά του. Γενικά, αναπτύσσεται σε περιοχές όπου επικρατούν σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, μεταξύ 10 και 20 βαθμών Κελσίου για το φύτρωμα και μεταξύ 24 και 30 βαθμών Κελσίου για το αδέλφωμα και την άνθιση. Το καλαμπόκι ευδοκιμεί σε βαθιά γόνιμα πηλώδη εδάφη με καλή στράγγιση, ενώ είναι ευαίσθητο στην αλατότητα.
Τύποι καλαμποκιού
Το καλαμπόκι περιλαμβάνει έξι τύπους, οι οποίοι διακρίνονται με βάση το σχήμα του σπόρου και τα χαρακτηριστικά του ενδοσπερμίου. Ο βασικός τύπος είναι ο οδοντωτός, που χρησιμοποιείται κυρίως για ζωοτροφή ή ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία (βιοκαύσιμα, επικολλητικά και αμυλούχα προϊόντα), το γλυκό καλαμπόκι, για άμεση κατανάλωση ως φρέσκο προϊόν ή κονσερβοποιημένο/κατεψυγμένο, το σκληρόκκοκο και μικρόκκοκο καλαμπόκι, ως ζωοτροφή και για ανθρώπινη κατανάλωση, κυρίως στη Λατινική Αμερική. Τέλος, το αλευρώδες καλαμπόκι, που συνήθως καλλιεργείται σε ξηρές περιοχές, και το κηρώδες καλαμπόκι, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό.
Στάδια ανάπτυξης
Η διάρκεια του βιολογικού κύκλου κυμαίνεται στις 110-150 ημέρες, ανάλογα με το υβρίδιο και τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Ο αραβόσιτος είναι φυτό καθορισμένης ανάπτυξης, με διακριτά στάδια βλαστικής και αναπαραγωγικής ανάπτυξης. Αναγνωρίζονται τα παρακάτω βασικά στάδια του βιολογικού του κύκλου:
- Βλαστικό στάδιο ανάπτυξης:
- Σπορά – φύτρωμα.
- Ανάπτυξη ριζικού συστήματος.
- Ανάπτυξη υπέργειου τμήματος, καλάμωμα.
- Διαφοροποίηση μεριστωμάτων από βλαστικά σε αναπαραγωγικά.
- Αναπαραγωγική ανάπτυξη:
- Έκπτυξη ταξιανθιών.
- Άνθιση.
- Γονιμοποίηση.
- Γέμισμα καρπού.
- Ωρίμανση.
- Γήρανση – Ξήρανση του φυτού.
Τεχνική καλλιέργειας
Αν και το καλαμπόκι αποτελεί μονοκαλλιέργεια, η αμειψισπορά ως καλλιεργητική τεχνική προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα, όπως η βελτίωση της εδαφικής δομής, η αποφυγή διάβρωσης των επικλινών εδαφών, ο έλεγχος εχθρών, ασθενειών και ζιζανίων κ.ά. Παραδείγματα συστημάτων αμειψισποράς με το καλαμπόκι είναι «καλαμπόκι-χειμερινό σιτηρό», «καλαμπόκι-σιτηρό-τριφύλλι» ή «βαμβάκι-καλαμπόκι-ψυχανθές», «καλαμπόκι-βρώμη-μηδική-μηδική-μηδική» κ.ά.
Η αμειψισπορά με ψυχανθή συστήνεται όλο και περισσότερο, γιατί εμπλουτίζει το έδαφος σε άζωτο και βελτιώνει τη δομή του. Το καλαμπόκι μπορεί, επίσης, να καλλιεργηθεί και ως επίσπορη καλλιέργεια, ακολουθώντας τη συγκομιδή φθινοπωρινών καλλιεργειών και τη χρησιμοποίηση υβριδίων μικρού βιολογικού κύκλου. Επιπλέον, η συγκαλλιέργεια του καλαμποκιού με φασόλι εφαρμόζεται, καθώς το υψηλό στέλεχος της καλλιέργειας προσφέρει στήριξη για την αναρρίχηση των βλαστών του ψυχανθούς.
Οι ανάγκες της καλλιέργειας σε λίπανση εξαρτώνται από την πρωιμότητα της ποικιλίας και είναι υψηλότερες για τα υβρίδια μεγάλου βιολογικού κύκλου, ενώ οι ανάγκες σε άζωτο και φώσφορο είναι υψηλές σε όλη τη διάρκεια του βιολογικού του κύκλου
Προετοιμασία αγρού
Κατά τη φθινοπωρινή περίοδο, συστήνεται όργωμα σε μέτριο βάθος, που εξυπηρετεί στη βελτίωση της υγρασίας και του αερισμού του εδάφους, καθώς και στην καταπολέμηση των χειμερινών ζιζανίων. Κατά το τέλος του χειμώνα ή την αρχή της άνοιξης, πραγματοποιείται ελαφρά κατεργασία με εδαφοκαλλιεργητή, με στόχο τη δημιουργία σποροκλίνης με κατάλληλη δομή για την εξασφάλιση γρήγορου και ομοιόμορφου φυτρώματος, τη βελτίωση των φυσικών ιδιοτήτων του εδάφους και την καταπολέμηση των ανοιξιάτικων ζιζανίων.
Σπορά
Η σπορά πραγματοποιείται την άνοιξη, όταν η θερμοκρασία εδάφους είναι μεγαλύτερη από 10 βαθμούς Κελσίου. Στη χώρα μας, η σπορά γίνεται κατά την περίοδο από τα τέλη Μαρτίου μέχρι τα τέλη Απριλίου και ως επίσπορη καλλιέργεια ο αραβόσιτος σπέρνεται τους μήνες Ιούνιο ή Ιούλιο. Γενικά, συστήνεται πρώιμη σπορά, για την αποφυγή καταστροφής των σπορόφυτων από τις ξηροθερμικές συνθήκες του καλοκαιριού.
Η σπορά γίνεται με πνευματικές μηχανές, γραμμικά, σε αποστάσεις 75 και 20 cm μεταξύ των γραμμών και επί της γραμμής, αντίστοιχα. Το βάθος σποράς εξαρτάται από τη θερμοκρασία, την υγρασία και τη σύσταση του εδάφους. Συνήθως η σπορά γίνεται σε βάθος 3-5 cm, αλλά σε ξηρά εδάφη μπορεί να φθάσει τα 5-7 cm. Η απαιτούμενη ποσότητα σπόρου είναι 2-3 kg/στρ., ανάλογα με την επιθυμητή πυκνότητα της καλλιέργειας και το βάρος 1.000 σπόρων. Η πυκνότητα σποράς εξαρτάται κυρίως από τον βιολογικό κύκλο του υβριδίου, τη γονιμότητα του εδάφους και την επάρκεια εδαφικής υγρασίας. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Σιτηρών, ο αριθμός φυτών ανά στρέμμα κυμαίνεται μεταξύ 6500-7500 (FAO: 700-800), 7500-8000 (FAO: 500-650) και 8000-9000 (FAO:
Λίπανση
Οι σύγχρονες ποικιλίες-υβρίδια αραβόσιτου χαρακτηρίζονται από υψηλές απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία. Οι ανάγκες της καλλιέργειας εξαρτώνται από την πρωιμότητα της ποικιλίας και είναι υψηλότερες για τα υβρίδια μεγάλου βιολογικού κύκλου. Ο ρυθμός πρόσληψης είναι βραδύς κατά το βλαστικό στάδιο, τις πρώτες 35-40 ημέρες, και επιταχύνεται κατά το μεικτό και αναπαραγωγικό στάδιο, περίπου 90-100 ημέρες μετά τη σπορά. Οι ανάγκες του φυτού σε άζωτο και φώσφορο είναι υψηλές σε όλη τη διάρκεια του βιολογικού του κύκλου και ιδιαίτερα κατά το στάδιο της άνθισης και της ωρίμανσης, ενώ αντίθετα οι απαιτήσεις σε μαγγάνιο, ψευδάργυρο, σίδηρο, βόριο και χαλκό είναι σημαντικά μειωμένες.
Η έλλειψη αζώτου προκαλεί μείωση του ρυθμού ανάπτυξης και καχεξία, η ανεπάρκεια σε φώσφορο μειώνει τον αριθμό σπόρων και το μέγεθος του σπάδικα, ενώ η έλλειψη καλίου προκαλεί νανισμό και ευπάθεια στο πλάγιασμα. Η συνήθης βασική λίπανση περιλαμβάνει 10-15 μονάδες αζώτου, 5-6 μονάδες φωσφόρου και 10-20 μονάδες καλίου, ενώ δίδονται και επιφανειακά 13-15 μονάδες αζώτου, όταν τα φυτά έχουν ύψος 50-60 εκατοστά.
Άρδευση
Οι απαιτήσεις του αραβόσιτου σε νερό είναι αυξημένες συγκριτικά με άλλα σιτηρά και κυμαίνονται μεταξύ 400 και 800 mm στη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου. Στα αρχικά στάδια ανάπτυξης, οι ανάγκες σε νερό είναι σχετικά χαμηλές και συνήθως αποφεύγεται η άρδευση, έτσι ώστε να αναγκαστεί το φυτό να αναπτύξει βαθύ ριζικό σύστημα για την αποτελεσματική χρήση της εδαφικής υγρασίας και την ελαχιστοποίηση του κινδύνου πλαγιάσματος.
Οι μεγαλύτερες απαιτήσεις του φυτού σε νερό παρουσιάζονται πριν και κατά την περίοδο της άνθισης έως και το πέρας της φυσιολογικής ωρίμανσης του φυτού. Στην Ελλάδα, όπου οι ετήσιες βροχοπτώσεις αποδίδουν περίπου 250 mm νερού, απαιτείται η εφαρμογή 150-550 mm νερού άρδευσης, κατανεμημένου με τρόπο που να καλύπτονται οι ανάγκες του φυτού στα επιμέρους στάδια ανάπτυξης. Όταν το νερό άρδευσης είναι περιορισμένο, συνιστώνται τρεις αρδεύσεις και εφαρμόζονται περίπου 15 ημέρες πριν από το ξεστάχυασμα, κατά το ξεστάχυασμα και 15 ημέρες μετά το ξεστάχυασμα. Στη χώρα μας, η εφαρμογή άρδευσης πραγματοποιείται με καταιονισμό, αυλάκια, ή με σταγόνες.
Συγκομιδή
Το καλαμπόκι συγκομίζεται όταν το ποσοστό υγρασίας των σπόρων είναι μεταξύ 14% και 30%. Περαιτέρω επιμήκυνση της περιόδου συγκομιδής δεν επιδρά στις αποδόσεις, αλλά συμβάλλει στην ξήρανση του κόκκου υπό φυσικές συνθήκες. Εάν είναι αδύνατη η φυσική μείωση της υγρασίας, το καλαμπόκι συγκομίζεται με υψηλότερη υγρασία και οδηγείται σε ξηραντήρια, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό επίπεδο, με παράλληλη, όμως, αύξηση του κόστους παραγωγής.
Η συγκομιδή του καλαμποκιού πραγματοποιείται α) με συλλεκτικές μηχανές σπαδίκων, που συγκομίζουν τους σπάδικες από δύο ή περισσότερες γραμμές ταυτόχρονα και ακολούθως αυτοί αφήνονται για φυσική ξήρανση ή β) με θεριζοαλωνιστικές μηχανές, που κατά τη συγκομιδή αφαιρούν τα βράκτια και δίνουν απευθείας τον σπόρο.
Η καλλιέργεια του αραβόσιτου πλήττεται από πλήθος μυκήτων, που προσβάλλουν είτε τα νεαρά φύλλα και στελέχη είτε τις ρίζες του φυτού
Αποθήκευση
Κατά την αποθήκευση, η υγρασία του σπόρου θα πρέπει να είναι μικρότερη του 14%. Εάν η συγκομιδή πραγματοποιηθεί όταν η υγρασία του καρπού είναι υψηλότερη, συστήνεται ξήρανση με φυσικά ή τεχνητά μέσα. Η ξήρανση πραγματοποιείται σε ειδικά ξηραντήρια, που λειτουργούν είτε με τη δίοδο ρεύματος αέρα είτε με διακοπτόμενη ξήρανση και εξαερισμό. Η αποθήκευση του αραβόσιτου πραγματοποιείται σε κατάλληλα σιλό.
Τα τυπικά χαρακτηριστικά που περιγράφουν την απόδοση και την ποιότητα του καρπού των ποικιλιών καλαμποκιού είναι τα εξής:
- Η περιεκτικότητα σε ξηρή ουσία (DM) κατά τη συγκομιδή (ως ποσοστό συνήθως κυμαίνεται έως και 38% για το καλαμπόκι που προορίζεται για ζωοτροφή).
- Η πραγματική απόδοση σε ξηρή ουσία κυμαίνεται έως και 20 τόνους ανά εκτάριο.
- Η μεταβολιζόμενη ενέργεια (ME) του φυτού κατά τη συγκομιδή. Είναι η ενεργειακή αξία του ενσιρώματος, που μετράται σε MJ/kg DM.
- Η περιεκτικότητα σε άμυλο ή/και απόδοση σε άμυλο ολόκληρου του φυτού κατά τη συγκομιδή.
- Η πεπτικότητα κυτταρικού τοιχώματος (%). Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός αυτός, τόσο το καλύτερο, καθώς η υψηλή πεπτικότητα των φυτικών ινών επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη θρεπτική αξία της ζωοτροφής.
- Η ευρωστία στα αρχικά στάδια ανάπτυξης του φυτού. Όσο υψηλότερη (έως 9) τόσο το καλύτερο, γιατί αντικατοπτρίζει την ανταγωνιστική ικανότητα της καλλιέργειας έναντι των ζιζανίων.
- Η ικανότητα διατήρησης της κατακόρυφης θέσης κατά τη συγκομιδή. Σε αυτή την περίπτωση, το χαρακτηριστικό βαθμολογείται σε μια κλίμακα από το 1 (κακό) έως το 9 (καλό). Η ικανότητα της καλλιέργειας να διατηρεί την κατακόρυφη θέση της (ευκολότερη συγκομιδή) περιγράφεται και από το πλάγιασμα (%). Σε αυτή την περίπτωση, χρειάζεται ο αριθμός να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερος.
- Η κάμψη (%). Είναι το τσάκισμα ή το λύγισμα του στελέχους στις/γύρω από τους κόμβους (γόνατα) πριν από τη συγκομιδή. Ο αριθμός αυτός θα πρέπει, επίσης, να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερος, καθώς αντικατοπτρίζει απώλειες απόδοσης και προβλήματα κατά τη συγκομιδή του αραβόσιτου.
- Η γήρανση των φύλλων. Το χαρακτηριστικό βαθμολογείται σε μια κλίμακα από 1 (πράσινα φύλλα) έως 9 (προχωρημένη γήρανση-ξεραμένα φύλλα-φυτά). Ένας συνώνυμος όρος είναι το Stay-Green (καθυστερημένη γήρανση των φύλλων). Αυτό το χαρακτηριστικό έχει θετική συσχέτιση με την υψηλότερη απόδοση (παραγωγή καρπού και ενσιρώματος), την ποιότητα και την αντοχή των φυτών στην καταπόνηση. Ο λόγος είναι ότι το φυτό μπορεί να είναι φωτοσυνθετικά ενεργό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, χαρακτηριστικό ιδιαίτερα σημαντικό κατά την πρώιμη ωρίμανση των ποικιλιών αραβόσιτου. Ωστόσο, με βάση επιστημονικά δεδομένα, μπορεί να υπάρχει αρνητική συσχέτιση του Stay-Green με την περιεκτικότητα του κόκκου σε άζωτο, ένα πρόβλημα που λύνεται χάρη στην υψηλότερη πρόσληψη του Ν μετά την ανθοφορία.
Ασθένειες
Η καλλιέργεια του αραβόσιτου πλήττεται από πλήθος μυκήτων, που προσβάλλουν είτε τα νεαρά φύλλα και στελέχη είτε τις ρίζες του φυτού. Οι κυριότερες ασθένειες που προσβάλλουν το υπέργειο μέρος των φυτών είναι οι ελμινθοσποριάσεις (Helminthosporium spp.), οι σκωριάσεις (Puccinia sorghi), οι ανθρακώσεις (Ustilago maydis – κοινός άνθρακας και Spahacelotheca reiliana ή Sporisorium reilianum – άνθρακας των ταξιανθιών), το φουζάριο (Fusarium spp.) και η ριζοκτονίαση (Rhizoctonia).
Η καταπολέμησή τους πραγματοποιείται με τη χρήση υγιούς, απολυμασμένου με κατάλληλα μυκητοκτόνα (σκευάσματα της οικογένειας των αιθυλενοδιθειοκαρβαμιδικών, διθειοκαρβαμιδικών κ.ά.) σπόρου, τη χρήση ανθεκτικών υβριδίων, την εφαρμογή συστημάτων αμειψισποράς και την εκρίζωση και καταστροφή των μολυσμένων φυτών-εθελοντών.
Ζιζανιολογία
Ο αραβόσιτος είναι ευαίσθητος στον ανταγωνισμό των ζιζανίων. Τα κυριότερα ζιζάνια που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην καλλιέργεια του αραβόσιτου είναι η μουχρίτσα (Echinochloa crus-galli, E. colona), η σετάρια (Setaria spp.), η λουβουδιά (Chenopodium album), το σινάπι (Sinapis album), το βλήτο (Amaranthus retroflexus), η αγριοβαμβακιά (Abutilon theophrasti), ο βέλιουρας (Sorghum halepense), η κύπερη (Cyperus spp.), η περικοκλάδα (Convolvulus arvensis) και το κίρσιο (Cirsium vulgare). Η χημική καταπολέμηση επιτυγχάνεται με τη χρήση πληθώρας δραστικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένων των 2,4-D (εστέρας), aminopyralid, bentazone, clopyralid, dicamba, dimethenamid, fluroxypyr, glyphosate, MCPA, mesotrione, pendimethalin, s-metolachlor, topramezone.
Πηγή: www.ypaithros.gr