Η Δάφνη Ευαγγελάτου ήταν διεθνούς φήμης ελληνίδα μεσόφωνος (μέτζο-σοπράνο) και μουσικοπαιδαγωγός. Μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα στη μουσική ερμηνεία και τη διδασκαλία, η οποία αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της καλλιτεχνικής της ιδιότητας. Την αγάπη της για τη μουσική τη μετέδιδε με ιδιαίτερο ζήλο στους μαθητές της, οι περισσότεροι από τους οποίους διέπρεψαν και διαπρέπουν διεθνώς.
Η Δάφνη Ευαγγελάτου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946 σε μουσική οικογένεια. Ήταν κόρη του συνθέτη λόγιας μουσικής Αντίοχου Ευαγγελάτου και της αρπίστριας Ξένης Μπουρεξάκη. Αδελφός ήταν ο σκηνοθέτης και ακαδημαϊκός Σπύρος Ευαγγελάτος.
Σπούδασε μουσική στο Ελληνικό Ωδείο στην Αθήνα (τραγούδι με τη Νουνούκα Φραγγιά-Σπηλιοπούλου) και ξένες γλώσσες (Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά, Ιταλικά). Συνέχισε τις μουσικές σπουδές της στη Βιέννη και στο Όπερα-Στούντιο της Κρατικής Όπερας του Μονάχου, της οποίας υπήρξε κατόπιν πρωταγωνιστικό στέλεχος έως το 1995.
Από το 1980 ξεκίνησε διεθνή καριέρα, η οποία την οδήγησε σε όλα τα μεγάλα μουσικά κέντρα της Ευρώπης: Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο, Βιέννη, Μιλάνο, Ρώμη, Βενετία, Νάπολη, Βρυξέλλες, Άμστερνταμ, Κοπεγχάγη, Γενεύη, Μπορντό, Βαρκελώνη, Λισαβώνα, Αμβούργο, Φρανκφούρτη, Κολωνία, Δρέσδη, Αθήνα, καθώς και στις ΗΠΑ (Λος Άντζελες) και την Ιαπωνία (Τόκιο). Εμφανίστηκε επανειλημμένα σε διεθνή φεστιβάλ, όπως του Σάλτσμπουργκ, του Εδιμβούργου, του Αιξ αν Προβάνς, του Μονάχου, της Δρέσδης, της Λιόν, των Αθηνών και της Επιδαύρου.
Η πρώτη της εμφάνιση στην Ελλάδα έγινε το 1981 σε παραγωγή της Κρατικής Όπερας της Βαυαρίας με το ρόλο του Συνθέτη στην όπερα του Ρίχαρντ Στράους «Αριάδνη στη Νάξο», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Τον επόμενο χρόνο της απονεμήθηκε από τον Τύπο και το κοινό του Μονάχου ο τίτλος της καλύτερης και δημοφιλέστερης τραγουδίστριας της χρονιάς.
Το ρεπερτόριό της διακρινόταν για το εύρος και τη δυσκολία του και περιλάμβανε πάνω από 40 ρόλους σε όπερες, ορατόρια, λίντερ και συμφωνικά έργα με τραγούδι, καλύπτοντας όλο το φάσμα της μουσικής δημιουργίας από τους παλαιότερους συνθέτες Μοντεβέρντι, Πέρσελ, Μπαχ και Χέντελ, ως τους Μότσαρτ, Ροσίνι, Μπελίνι, Βέρντι, Μπιζέ, Μπερλιόζ, Σούμπερτ, Σούμαν, Μπραμς, Βάγκνερ, Ρίχαρντ Στράους και Μάλερ, αλλά και τους σύγχρονους Κρένεκ, Μπεργκ, Νόνο, Χέντσε, Πεντερέτσκι και Μενότι.
Από το χώρο της όπερας περίφημες ήταν οι ερμηνείες της ως Κάρμεν («Κάρμεν» του Μπιζέ), Σέξτος («Η μεγαλοψυχία του Τίτου» του Μότσαρτ), Ντοραμπέλα («Έτσι κάνουν όλες» του Μότσαρτ, Κερουμπίνο (« Οι νύχτες του Φίγκαρο» του Μότσαρτ), Διδώ («Διδώ και Αινείας» του Πέρσελ), Πρετσιοζίλα («Η δύναμη του πεπρωμένου» του Βέρντι), Φενένα («Ναμπούκο» του Βέρντι), Μπάμπα («Το Μέντιουμ» του Τζιανκάρλο Μενότι), αλλά και τις βαγκνερικές ηρωίδες Φρίκα («Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν»), Βαλτράουτε («Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν») και Μπρανγκένε («Τριστάνος και Ιζόλδη»).
Συνεργάστηκε με μεγάλους μαέστρους, όπως οι Κάρλος Κλάιμπερ, Κλάουντιο Αμπάντο, Ρικάρντο Σαγί, Ζορζ Πρετρ, Ραφαέλ Κούμπελικ, Βόλφγκανγκ Ζαβάλις, Ντανιέλε Γκάτι, Γκερντ Άλμπρεχτ, Γεχούντι Μενουχίν, Σάντορ Βεγκ, Μιλτιάδης Καρύδης, Λουκάς Καρυτινός, Βύρων Φιδετζής, Μίλτος Λογιάδης, Βασίλης Χριστόπουλος, καθώς και με σκηνοθέτες όπως οι Ζαν-Πιερ Πονέλ, Πίτερ Ουστίνοφ, Μίκαελ Χάμπε, Χάρι Κούπφερ, Γιούρι Λιουμπίμοφ, Φερούτσιο Σολέρι, Άουγκουστ Έβερντινγκ, Γκίντερ Ρένερτ, Ζαν-Κλοντ Πενσενά, Γιώργος Μιχαηλίδης και αρκετές φορές με τον αδελφό της Σπύρο Ευαγγελάτο.
Παρά το γεγονός ότι έκανε διεθνή καριέρα, δεν ήταν λίγες οι συμμετοχές της σε παραγωγές όπερας στην Ελλάδα, Ελλήνων, αλλά και ξένων συνθετών. Έτσι το αθηναϊκό κοινό είχε την ευκαιρία να την απολαύσει να ενσαρκώνει την Αγαύη στις «Βάκχες» του Αργύρη Κουνάδη, την Ιοκάστη στην «Αντιγόνη» του Μίκη Θεοδωράκη, τη Λυσιστράτη και Ηλέκτρα στις ομώνυμες όπερες του ίδιου συνθέτη, αλλά και τον Σέξτο στη «Μεγαλοψυχία του Τίτου» του Μότσαρτ, την Μπάμπα στο «Μέντιουμ» του Μενότι, την Ηρωδιάδα στη «Σαλώμη» του Ρίχαρντ Στράους, την Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» του ίδιου συνθέτη, την κόμισσα Γκέσβιτς στη «Λούλου» του Άλμπαν Μπεργκ, αλλά και σε συναυλιακές παραγωγές, όπως τα «Πέντε ποιήματα για γυναικεία φωνή» («Wesendonck Lieder») του Βάγκνερ, το «Ρέκβιεμ» του Βέρντι, τη «Μήδεια» του Κρένεκ , τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Στραβίνσκι, καθώς και σε πολλά ρεσιτάλ τραγουδιού.
Εκτός από την αμιγώς καλλιτεχνική δραστηριότητα, η Δάφνη Ευαγγελάτου έδινε πολύ μεγάλο βάρος στη διδασκαλία. Το 1993 εξελέγη τακτική καθηγήτρια στο Μουσικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου (Hochschulefür Musik und Theater München) και από το 2001 αντιπρύτανις του ίδιου Ιδρύματος. Το 2003 εξελέγη καθηγήτρια στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής της Κοπεγχάγης.
Συμμετείχε συχνά ως μέλος κριτικής επιτροπής σε διεθνείς διαγωνισμούς Τραγουδιού (ARD-Μόναχο, Μαρία Κάλλας-Αθήνα, Μότσαρτ-Σάλτσμπουγκ, Ρίχαρντ Στράους Μόναχο, Competizione dell’ Opera) και είχε κληθεί για σεμινάρια τραγουδιού στη Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ, Δανία, Ιταλία και Ελλάδα. Από το 2004 ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής των καλλιτεχνικών βραβείων του Υπουργείου Πολιτισμού της Βαυαρίας και γνωμοδοτική σύμβουλος του Μουσικού Πανεπιστημίου «Μοτσαρτέουμ» του Σάλτσμπουργκ και της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής της Κοπεγχάγης.
Το Νοέμβριο του 2006 τιμήθηκε με το «Μεγάλο Βραβείο Μουσικής» της Ενώσεως Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών. Στις 4 Απριλίου 2015 το Ιόνιο Πανεπιστήμιο τίμησε τη Δάφνη Ευαγγελάτου για την προσφορά της στο χώρο της μουσικής, αναγορεύοντάς την επίτιμη διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών. Τον Οκτώβριο του 2017 ανέλαβε να παρουσιάσει και ν’ αναλύσει δραματουργικά την όπερα του Μότσαρτ «Η Μεγαλοψυχία του Τίτου», ένα έργο που γνώριζε καλά και το οποίο είχε ερμηνεύσει με μεγάλη επιτυχία (ως Σέξτος) ήδη από τη δεκαετία του ‘80, σε νέους καλλιτέχνες, εκδήλωση που διοργάνωσε ο Σύλλογος Φίλων της Μουσικής, με στόχο την ενίσχυση των υποτροφιών Μαρία Κάλλας.
Η Δάφνη Ευαγγελάτου πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 2021 στο Μόναχο, ύστερα από από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο, τον οποίο αντιμετώπισε με σθένος και γενναιότητα. Ήταν παντρεμένη με τον συνθέτη και πιανίστα Στέφανο Γαζουλέα (γ. 1931).
Πηγή: www.sansimera.gr