Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) βρίσκεται ενώπιον μιας στροφής στην Ιστορία και στην μέχρι τώρα πολιτική της, καθώς το διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον απαιτεί «εκτόξευση» των αμυντικών δαπανών στα επόμενα χρόνια.
Οι προβλέψεις του ευρωπαϊκού think tank για οικονομικά θέματα με έδρα τις Βρυξέλλες, Bruegel, σε πρόσφατη έκθεση, είναι δυσοίωνες, κάνοντας λόγο για ανάγκη εύρεσης μισού τρισ. ευρώ στα επόμενα 5 χρόνια για να καλυφθούν οι ανάγκες αμυντικών δαπανών της ΕΕ, ενώ παράλληλα θα μειώνεται η εξάρτηση της από τις ΗΠΑ.
Η δημοσιοποίηση της θέσης του Bruegel χρονικά συμπίπτει με τις «πυρετώδεις» διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε επίπεδο ΕΕ για τις αμυντικές δαπάνες, με τις συζητήσεις να βάζουν στο κάδρο την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους.
(με την Γερμανία να «μαλακώνει» την στάση της) ενώ έχει πέσει στο τραπέζι ακόμα και «παράθυρα» για εξαιρέσεις από τους -κατά τ’ άλλα αυστηρούς- κανόνες του νέου Συμφώνου Σταθερότητας.
Όπως επισημαίνει το Bruegel, το οποίο είναι γνωστό για την επιρροή του στην ευρωπαϊκή πολιτική, η ΕΕ δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στην ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών στο ΝΑΤΟ και, ως εκ τούτου, οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να ενισχύσουν γρήγορα τις στρατιωτικές τους ικανότητες.
Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν αυξήσει σημαντικά τα ποσά που δαπανώνται για την άμυνα τα τελευταία χρόνια, αλλά η υποεπένδυση των προηγούμενων δεκαετιών, από την λήξη του Ψυχρού Πολέμου και έπειτα, σημαίνει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κενά.
Στην έκθεση επισημαίνεται η ανάγκη οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να συνεργαστούν με τον επερχόμενο Επίτροπο Άμυνας της ΕΕ για την ανάπτυξη μιας οικονομικά αποδοτικής στρατηγικής επανεξοπλισμού σε ενιαία βάση, καθώς οι εθνικές αγορές κρίνονται ως αναποτελεσματικές.
Πώς θα χρηματοδοτηθούν οι αμυντικές δαπάνες
Στην έκθεση του think tank υπογραμμίζεται πως η αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων ασφάλειας θα απαιτήσει τόσο από την ΕΕ όσο και από τα κράτη μέλη ξεχωριστά, μεγάλη χρηματοδότηση, τουλάχιστον 500 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία, για την οποία θα απαιτηθεί ιεράρχηση των προτεραιοτήτων του προϋπολογισμού καθώς και έκδοση ευρωπαϊκού και εθνικού χρέους.
Παράλληλα, προτείνεται πως η ευρωπαϊκή αμυντική στρατηγική θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, πράγμα που σημαίνει ότι οι αγορές όπλων από χώρες εκτός της ΕΕ είναι δικαιολογημένες και ορθολογικές, ιδίως όταν διασφαλίζεται η ασφάλεια του εφοδιασμού και η διαλειτουργικότητα. Ωστόσο, τονίζεται πως οι τοπικές αγορές, δηλαδή κάποια ευρωπαϊκή επιλογή, για την ενίσχυση των βιομηχανικών δυνατοτήτων και της καινοτομίας είναι κρίσιμες για την ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας και την αποφυγή της καθυστέρησης στη στρατιωτική τεχνολογία. Τέλος αναφέρεται πως η επίτευξη κλίμακας και αποτελεσματικότητας κόστους απαιτεί κεφάλαια, τόσο για τη ζήτηση όσο και για την προσφορά.
Ποιοι είναι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί
Όπως αναφέρει το Bruegel, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές χώρες επηρεάζουν την αξιοπιστία των μακροπρόθεσμων δεσμεύσεων των κυβερνήσεων, όπως συμβαίνει με τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό της Γερμανίας για την άμυνα και άλλων χωρών της ΕΕ χωρίς σαφείς πολιτικές πλειοψηφίες και με αβέβαιες δημοσιονομικές προοπτικές (π.χ. Γαλλία και Ισπανία).
Στο «κάδρο» του think tank μπαίνει και η εθνική χρηματοδότηση, το οποίο αναφέρει πως οι δημοσιονομικοί κανόνες θα μπορούσαν να επιτρέψουν την έκδοση χρέους προκειμένου να πληρωθούν οι αμυντικές δαπάνες, αλλά αυτό θα μπορούσε να εγείρει ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ως εκ τούτου, όπως επισημάνθηκε και στη συνάντηση 5 χωρών κρατών-μελών από την Πολωνία, το Bruegel επισημαίνει πως η εξαίρεση από τους δημοσιονομικούς κανόνες ορισμένων δαπανών άμυνας θα μπορούσε να είναι μια διέξοδος.
Οι δαπανηρές επενδύσεις με αντίκτυπο σε ολόκληρη την ΕΕ, όπως η αεράμυνα, θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν μέσω του χρέους της ΕΕ. Η συζήτηση για τον επόμενο δημοσιονομικό κύκλο της ΕΕ (από το 2028 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2030) θα αποτελέσει ευκαιρία για την ιεράρχηση τέτοιων επενδύσεων.
Για την ΕΕ στο σύνολό της, οι αυξήσεις των αμυντικών δαπανών για τα επόμενα πέντε χρόνια θα πρέπει να ανέλθουν τουλάχιστον σε 500 δισεκατομμύρια ευρώ, εάν η Ευρώπη θέλει να απαλλαγεί από την εξάρτησή της από την ομπρέλα ασφαλείας των ΗΠΑ.
Πηγή: www.newsit.gr