Σοβιετικός κομμουνιστής ηγέτης, που κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή τη Σοβιετική Ένωση από το 1924 έως το 1953. Άσκησε, πιθανώς, την πιο απόλυτη πολιτική εξουσία από κάθε άλλη προσωπικότητα της ιστορίας. Εκβιομηχάνισε την ΕΣΣΔ, κολεκτιβοποίησε δια της βίας τη γεωργία, σταθεροποίησε τη θέση του με πρωτοφανή τρομοκρατία, συνέβαλε στη συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επέκτεινε τον σοβιετικό έλεγχο σε μία ζώνη που περιλάμβανε κράτη της ανατολικής Ευρώπης. Κύριος αρχιτέκτονας του σοβιετικού ολοκληρωτισμού και ικανός στην οργάνωση, αλλά ανελέητος στην εφαρμογή της, κατάργησε και τα τελευταία ίχνη ατομικής ελευθερίας, ενώ απέτυχε να προαγάγει την ατομική ευημερία. Δημιούργησε ένα ισχυρό στρατιωτικό – βιομηχανικό σύμπλεγμα και οδήγησε τη Σοβιετική Ένωση στην πυρηνική εποχή. Δικαίως αποκλήθηκε από τους μελετητές «Ιβάν ο Τρομερός του 20ου αιώνα», αν και δεν ήταν Ρώσος.
Γέννηση – Νεανικά Χρόνια
Ο Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1879 (18 Δεκεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) στο Γκόρι της Γεωργίας, που ήταν τότε αποικία της τσαρικής Ρωσίας. Ήταν γιος ενός φτωχού τσαγκάρη, του Βησαρίωνος Τζουγκασβίλι και της Κετεβάν (Αικατερίνης) Γκελάτζε, μιας θρησκευόμενης γυναίκας που ξενόπλενε για να συμπληρώσει το πενιχρό οικογενειακό εισόδημα. Σε ηλικία επτά ετών έπαθε ευλογιά. Επέζησε, αλλά το πρόσωπό του παρέμεινε σημαδεμένο για το υπόλοιπο της ζωής του. Εξ αυτού του γεγονότος γινόταν αντικείμενο περιπαικτικών σχολίων από τους συνομηλίκους του.
Υπήρξε πανέξυπνος και άριστος μαθητής. Με πρωτοβουλία της μητέρας του, η οποία ήθελε να τον δει ιερέα, γράφτηκε το 1888 στην εκκλησιαστική σχολή του Γκόρι, όπου έμαθε τα ρωσικά, τα οποία πάντα μιλούσε με τη χαρακτηριστική γεωργιανή προφορά. Το 1894, σε ηλικία 15 ετών, «βαπτίζεται» στο πνεύμα της ανταρσίας και της αμφισβήτησης για τους ρώσους καταπιεστές και αρχίζει να διαβάζει «απαγορευμένα» βιβλία του Κάρολου Δαρβίνου και του ρώσου στοχαστή και επαναστάτη Νικολάι Τσερνισέφσκι. Τον Μάιο του ιδίου χρόνου αποβάλλεται από την εκκλησιαστική σχολή.
Η άνοδος στην εξουσία
Η κατάρρευση του τσαρικού καθεστώτος τον βρίσκει πλέον μέλος της ηγετικής ομάδας των μπολσεβίκων, έτοιμος να δράσει κατά των αστών που κατέχουν πλέον την εξουσία στη Ρωσία. Βρίσκεται, όμως, ακόμη υπό τη σκιά του Λένιν και του Τρότσκι. Το ίδιο και αμέσως μετά την ανατροπή του Κερένσκι και την κατάληψη της εξουσίας στις 25 Οκτωβρίου 1917. Γίνεται μέλος του υπουργικού συμβουλίου της πρώτης υπό τον Λένιν κομμουνιστικής κυβέρνησης και αρχίζει να νιώθει ο «τρίτος άνθρωπος» της Ρωσίας.
Το 1919 παντρεύεται σε δεύτερο γάμο τη Ναντέζντα Αλιλούγεβα (1901-1932), κόρη του ρώσου επαναστάτη Σεργκέι Αλιλούγεφ, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τον Βασίλι Τζουγκασβίλι (1921-1962) και τη Σβετλάνα Αλιλούγεβα (1926-2011), η οποία θα απασχολήσει αρκετά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όταν το 1967 θα αυτομολήσει στη Δύση και θα λάβει την αμερικανική υπηκοότητα.
Με τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου γίνεται μέλος του πολιτικού γραφείου (politburo) και στις 3 Απριλίου 1922 γενικός γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του κόμματος. Ο Λένιν διαισθανόμενος τις μεθόδους του μαθητή και συνεργάτη του, τον κρίνει ακατάλληλο για διάδοχό του στην ηγεσία του κράτους. Όμως, μετά το θάνατο του (21 Ιανουαρίου 1924), ο Στάλιν καταφέρνει να παραγκωνίσει τους εσωκομματικούς του αντιπάλους και να αναλάβει την ηγεσία του κόμματος. Εξόντωσε όλους όσοι τον παρακινούσαν να μετριάσει τη στυγνή δικτατορία του και ανάμεσά τους διάσημους μπολσεβίκους, όπως ο Κίροφ, ο Κάμενεφ, ο Ζινόβιεφ και αργότερα ο Τρότσκι.
Η μονοκρατορία του Στάλιν
Από το 1928 ο Στάλιν κυβερνά την αχανή χώρα ως απόλυτος μονάρχης. Η εποχή της τρομοκρατίας βρίσκεται στο απόγειό της, με την εξαπόλυση τρομερών διώξεων εναντίον υπαρκτών και μη αντιπάλων του καθεστώτος του σ’ όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, κυρίως το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930. Η κόρη του Σβετλάνα κατήγγειλε ότι μαζί με τους εκατομμύρια ανθρώπους που έστειλε στο θάνατο, οδήγησε και τη μητέρα της στην αυτοκτονία. Οι διωγμοί έδωσαν τη δυνατότητα στον Στάλιν να καθυποτάξει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης και τη σοβιετική ελίτ στο σύνολό της.
Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του, έχοντας υιοθετήσει το δόγμα «σοσιαλισμός σε μία χώρα» (σε αντίθεση με τον διεθνισμό του Τρότσκι), εγκαταλείπει τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) του Λένιν, που είχε εισάγει στοιχεία της ελεύθερης αγοράς στη σοβιετική οικονομία, και προωθεί τη βίαιη εκβιομηχάνιση της χώρας του με θύματα αμέτρητους, εύπορους και μη, χωρικούς, που υπόκεινται σε αρπαγή της παραγωγής και κολεκτιβοποίηση της γης τους. Οι απείθαρχοι συλλαμβάνονται, τουφεκίζονται ή εξορίζονται, ή ακόμη υποχρεώνονται να εργαστούν υπό άθλιες συνθήκες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης («γκουλάγκ»), ενώ για σφάλματα του συστήματος ανακαλύπτονται εξιλαστήρια θύματα που κατηγορούνται σε δίκες – παρωδίες.
Υπολογίζεται ότι 25 εκατομμύρια νοικοκυριά αναγκάστηκαν να ενταχθούν σε κολεκτίβες ή κρατικά αγροκτήματα μέσα σε λίγα χρόνια. Η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας προκάλεσε λιμό τεραστίων διαστάσεων στην Ουκρανία («Χολομοντόρ») και περίπου 10 εκατομμύρια χωρικοί πέθαναν, εξαιτίας της οικονομικής πολιτικής του Στάλιν.
Το μεγαλύτερο από τα επιτεύγματα του Στάλιν ήταν η εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ένωσης, που ήταν ακόμη εξαιρετικά καθυστερημένη σε σύγκριση με τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες του κόσμου. Μέσα σε μία δεκαετία (1928-1937) κατάφερε να αυξήσει το σύνολο της βιομηχανικής παραγωγής της Σοβιετικής Ένωσης σε τέτοιο σημείο, ώστε μόνο το σύνολο της βιομηχανικής παραγωγής των ΗΠΑ μπορούσε να το ξεπεράσει.
Ο ρόλος του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η αμφιλεγόμενη απόφαση του, στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, να συνάψει σύμφωνο μη επιθέσεως με τη Γερμανία, γνωστό ως Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ (23 Αυγούστου 1939), καυτηριάζεται από πολλούς στη Δύση. Έχοντας εξασφαλίσει, ωστόσο, την πολεμική προετοιμασία της χώρας του, δεν αργεί να ταχθεί υπέρ των συμμάχων και να καταξιωθεί ως ένας από τους βασικούς ηγέτες του αντιφασιστικού στρατοπέδου. Οι επιτυχίες του «Κόκκινου Στρατού» στην αντιμετώπιση της γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση και η συμβολή του στον τερματισμό του πολέμου ανεβάζουν κατακόρυφα τη φήμη του. Η διπλωματική του δεινότητα στις συναντήσεις κορυφής των Συμμάχων εντυπωσιάζουν τον βρετανό πρωθυπουργό Γουίνστον Τσόρτσιλ και τον αμερικανό πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ.
Παγκόσμιος Ηγέτης – Θάνατος
Μεταπολεμικά και με την οριστική κατανομή των σφαιρών επιρροής, ο Στάλιν έχει αυξήσει τους «υπηκόους» του κατά περίπου εκατό εκατομμύρια, με την «κομμουνιστικοποίηση» των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και τον έλεγχό της από τη Μόσχα. Η διαλλακτική στάση απέναντι στους συμμάχους – και ιδίως τις Ηνωμένες Πολιτείες – είναι πια παρελθόν. Η χώρα του πλέον είναι μία βιομηχανική και στρατιωτική δύναμη, η δεύτερη ισχυρότερη χώρα μετά τις ΗΠΑ, και αποτελεί υπολογίσιμο αντίπαλο στον αγώνα για παγκόσμια επιρροή («Ψυχρός Πόλεμος»). Το 1949 η Ρωσία του Στάλιν γίνεται η δεύτερη σημαντικότερη πυρηνική δύναμη στον κόσμο.
Ο Στάλιν γινόταν όλο και πιο καχύποπτος και παρανοϊκός, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Τον Ιανουάριο του 1953 διατάσσει τη σύλληψη επιφανών γιατρών του Κρεμλίνου – κυρίως Εβραίων – με την κατηγορία ότι με ιατροφαρμακευτικά μέσα εξόντωναν σοβιετικούς ηγέτες. Ίσως να ήταν το πρόσχημα για ένα ακόμα μεγάλο κύμα τρομοκρατίας, με το οποίο θα ξεκαθάριζε τους λογαριασμούς του με τους πολιτικούς του αντιπάλους μέσα στο ΚΚΣΕ.
Τον πρόλαβε, όμως, ο θάνατος, στις 5 Μαρτίου 1953, που προκλήθηκε από εγκεφαλική αιμορραγία. Η σορός του τοποθετήθηκε δίπλα στη σορό του Λένιν, στο Μαυσωλείο της Κόκκινης Πλατείας στη Μόσχα. Η προσωπολατρία και το σύστημα που ο ίδιος επινόησε και εγκαθίδρυσε στη χώρα (σταλινισμός) θα αρχίσουν να «ξηλώνονται» αμέσως μετά το θάνατό του από τον διάδοχό του Νικίτα Χρουστσόφ.
Πηγή: www.sansimera.gr