Στο μικροσκόπιο ερευνητών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης τέθηκαν χείμαρροι της περιφέρειας Ηπείρου με σκοπό την εκτίμηση του πλημμυρικού κινδύνου. Δεδομένου ότι η Ήπειρος αποτελεί την Περιφέρεια που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο όγκο νερού της Ελλάδας διαθέτοντας πολύ μεγάλα υδρολογικά συγκροτήματα, τον Άραχθο, τον Αώο, τον Λούρο, τον Αχέροντα, τον Καλαμά, τα φαινόμενα που σχετίζονται με περίσσεια νερού όπως πλημμύρες και κατολισθήσεις είναι συχνά και πολλές φορές εξαιρετικά επικίνδυνα. Ιδιαίτερη βαρύτητα μέσω του προγράμματος, σύμφωνα με τους ερευνητές, δίνεται σε περιοχές οι οποίες εμφανίζουν μεγάλη οικιστική ανάπτυξη και έντονη τουριστική κίνηση όπως της Πάργας και των Συβότων.
Πρόκειται για το πρόγραμμα “EpiSafeNet” που αναπτύχθηκε από το εργαστήριο «ASSIST» του ΔΠΘ, ύστερα από ανάθεση της περιφέρειας Ηπείρου , προκειμένου να ιεραρχηθεί η επικινδυνότητα των δεκάδων χειμάρρων της περιοχής, ώστε να αξιολογείται αντίστοιχα η κατανομή δυνάμεων και λήψη προστατευτικών μέτρων πριν, κατά και μετά από ένα πλημμυρικό συμβάν, επικεντρώνοντας στα πλέον επικίνδυνα σημεία.
Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων, διευθυντής του εργαστηρίου Ανάλυσης και Διαχείρισης Φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών – ASSIST και διευθυντής Έδρας UNESCO Con-E-Ect στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Δημήτρης Εμμανουλούδης, η ιδέα ξεκίνησε από το γεγονός ότι σε όλη τη χώρα υπάρχουν περίπου 1000 χειμαρρικά ρεύματα, καθένα από τα οποία, έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, τη δική του συμπεριφορά , τον δικό του τρόπο που γίνεται περισσότερο ή λιγότερο επικίνδυνο. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη κρίθηκε σκόπιμο να γίνει μία ιεράρχηση του πλημμυρικού κινδύνου. «Είναι πολύ σημαντικό να το γνωρίζουμε διότι στα τεχνικά έργα που ερχόμαστε να φτιάξουμε μέσα στις χειμαρρικές λεκάνες και στις χειμαρρικές κοίτες δεν μπορούμε για διάφορους λόγους να επέμβουμε παντού και πάντοτε», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Χρησιμοποιώντας τεχνητή νοημοσύνη, αλγόριθμους μηχανικής μάθησης αλλά και πολυκριτηριακής ανάλυσης οι ερευνητές επιχείρησαν να αναπτύξουν ουσιαστικά ένα σύστημα για την έγκυρη προειδοποίηση για πλημμύρες. Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επίκουρος καθηγητής Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων στο Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του ΔΠΘ, Γιώργος Παπαϊωάννου, στο πρόγραμμα περιλαμβάνονται υποσυστήματα για την πρόγνωση, την ατμοσφαιρική κυκλοφορία, την υδρολογική και την υδραυλική ανάλυση. «Χρησιμοποιούμε ένα σύστημα με νέες τεχνολογίες που γίνεται η πρόγνωση, τι καιρό έχουμε, πότε, πόσο και πού θα βρέξει ουσιαστικά. Το δεύτερο υποσύστημα αποτελείται από την υδρολογική ανάλυση όπου ουσιαστικά εξετάζουμε το νερό που πέφτει από τη βροχή, πού μπορεί να συγκεντρωθεί και πού θα πάει. Και το τρίτο υποσύστημα είναι με την υδραυλική προσομοίωση όπου μπορούμε να διαπιστώσουμε που μπορεί να κινηθεί το νερό, άρα που μπορεί να πλημμυρίσει. Μέσω αυτού του υποσυστήματος μπορούμε να δούμε και το ύψος του νερού, και την ταχύτητά του», εξηγεί ο κ. Παπαϊωάννου.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται, στο πλαίσιο του έργου, σε βροχομετρικά δεδομένα και στοιχεία πλημμυρικών φαινομένων του παρελθόντος καθώς μέσω τρισδιάστατης απεικόνισης του χειμάρρου προσομοιάζεται ο πλημμυρικός κίνδυνος. «Με αυτόν τον τρόπο καταλαβαίνουμε τον μηχανισμό, πού κινείται ο χείμαρρος, πώς “αντιδρά” κάθε φορά που δέχεται ποσότητα νερού. Δίνουμε τις πληροφορίες σε συστήματα τεχνητής νοημοσύνης και στους αλγορίθμους μηχανικής μάθησης, εκπαιδεύουμε το μοντέλο και προσπαθούμε να δούμε μέχρι ποια ποσότητα νερού μπορούν να συγκρατήσουν οι κοίτες ενώ ταυτόχρονα, διαπιστώνουμε και τα έργα που θα χρειαστούν», τονίζει η δρ. Υδροπληροφορικής και αναπληρώτρια διευθύντρια του “ASSIST”, Καλλιόπη Κράβαρη, ενώ από την πλευρά του ο κ. Παπαϊωάννου προσθέτει ότι στο έργο περιλαμβάνεται και η δημιουργία χαρτών που απεικονίζουν τον πλημμυρικό κίνδυνο ενώ μέσω τεχνητής νοημοσύνης και της μηχανικής μάθηση μπορεί να καθοριστούν οι περιοχές όπου ενδείκνυνται για την τοποθέτηση έργων διευθέτησης ορεινών υδάτων. «Τα έργα αυτά θα βοηθήσουν στο να αποτρέψουμε να έχουμε πλημμύρες», σημειώνει η κ. Κράβαρη.
Επιπρόσθετα, μέσω του προγράμματος υπολογίζονται οι ζώνες πλημμυρισμού σε κάθε επικίνδυνο ρεύμα ώστε να καθίσταται γνωστό εκ των προτέρων ποιες περιοχές θα πρέπει να εκκενωθούν και σε ποια κατεύθυνση. Όπως υπογραμμίζουν οι ερευνητές, ο υπολογισμός του εύρους των ζωνών πλημμυρισμού δίνεται για διάφορα σενάρια ύψους βροχής κάθε φορά, γεγονός που συμβάλλει στην επιλογή των μεθόδων εκκένωσης, συγκέντρωσης και προστασίας των κατοίκων και του ζωικού κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, το συγκεκριμένο έργο μπορεί να εφαρμοστεί οπουδήποτε, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και εκτός χώρας, πάντα επικεντρωμένο σε ένα ενιαίο γεωγραφικό διαμέρισμα. «Κατά την ίδια έννοια μπορεί να εφαρμοστεί και στο λεκανοπέδιο της Αττικής επικεντρωμένο σε όλα τα χειμαρρικά ρεύματα που συγκλίνουν από τα γύρω βουνά στο ήδη αναφερθέν λεκανοπέδιο κι εν προκειμένω που περιλαμβάνει μέσα και τον πολεοδομικό ιστό της πόλης της Αθήνας. Η Αθήνα περιστοιχίζεται από ένα σωρό χειμάρρους, και σημαντικούς χειμάρρους. Κακώς ο Ιλισός και ο Κηφισός λέγονται ποταμοί από πλευράς υδρολογικής η συμπεριφορά τους είναι καθαρά χειμαρρική κι άρα μπορούν να ενταχθούν και να μελετηθούν με τον τρόπο που αναφέρθηκε στο πρότζεκτ της Ηπείρου. Άρα μπορεί να γίνει και στην Αττική το ίδιο, και στον Ιλισό και στον Κηφισό δηλαδή να χαρακτηριστεί στο λεκανοπέδιο της Αττικής η χειμαρρική επικινδυνότητα και να ιεραρχηθούν όλοι οι χείμαρροι που συγκλίνουν στον αστικό ιστό της πόλης», υπογραμμίζει ο κ. Εμμανουλούδης.
Πηγή: www.epiruspost.gr