O Κιμ Κι-Ντουκ (Kim Ki-duk) υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς και προκλητικούς νοτιοκορεάτες σκηνοθέτες του κινηματογράφου, εκλεκτός των φεστιβάλ και των αιθουσών τέχνης. Ήταν αυτοδίδακτος και ξεχώριζε από τους συγχρόνους του, όπως ο Χονγκ Σανγκ-Σου και ο Λι Τσανγκ-Ντονγκ, τους οποίους θεωρούσε υπερβολικά διανοούμενους.
Οι ταινίες του έχουν εισπράξει βιτριολικές κριτικές για τη θεματολογία τους και επαίνους για την τεχνική τους. Συχνά συγκρίνεται με τον προκάτοχό του Κιμ Κι- Γιουνγκ, ο οποίος ήταν επίσης αυτοδίδακτος και του οποίου οι ταινίες φέρουν μία πολύ λιγότερο βάναυση, αλλά εξίσου εκκεντρική, προσωπική σφραγίδα.
Τα πρώτα δύσκολα χρόνια
Ο Κιμ Κι-Ντουκ γεννήθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό της Νότιας Κορέας στις 20 Δεκεμβρίου 1960 και σε ηλικία εννέα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στη Σεούλ. Στα εφηβικά του χρόνια παράτησε το σχολείο κι εργάστηκε σε εργοστάσια και αργότερα υπηρέτησε για πέντε χρόνια στους πεζοναύτες, τον πιο σκληρό και απαιτητικό κλάδο του νοτιοκορεατικού στρατού.
Αυτές οι πρώτες εμπειρίες θα του καθορίσουν το σκληρό περιβάλλον και τη σκοτεινή πλευρά των ανθρωπίνων σχέσεων που χαρακτηρίζουν τις ταινίες του. Ζωγράφος από την παιδική του ηλικία, ο Κιμ πήγε στη Γαλλία το 1990, όπου σπούδασε καλές τέχνες και κέρδιζε τα προς το ζην πουλώντας τους πίνακές του στους δρόμους.
Ο Κιμ επέστρεψε στην Κορέα το 1993 και άρχισε να γράφει σενάρια. Παρά την έλλειψη τυπικής εκπαίδευσης, έκανε όνομα και σύντομα πέρασε στη σκηνοθεσία. Οι δύο πρώτες ταινίες του, «Κροκόδειλος» («Ageo», 1996) και «Άγρια Ζώα» («Yasaeng dongmul bohoguyeog», 1997), ήταν βίαια και γεμάτα θυμό πορτρέτα αλλοτριωμένων νέων.
Η εμμονή του
Η τρίτη του ταινία, «Γαλάζια Πύλη» («Paran daemun», 1998), εισήγαγε ένα από τα επαναλαμβανόμενα θέματά του, την πορνεία, που, σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του, φαίνεται να αντιπροσωπεύει την κανονικότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Η επόμενη ταινία του «Το Νησί» («Seom», 2000) ήταν για πολλούς μία αποκάλυψη και τράβηξε την προσοχή των διεθνών φεστιβάλ. Εξισορροπώντας την εικαστική ομορφιά με μερικές εικόνες που γυρίζουν το στομάχι, η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας κωφάλαλης πόρνης που εξυπηρετεί τους ψαράδες σ’ ένα παραλίμνιο θέρετρο θέρετρο στη λίμνη.
Το «Silje Sanghwang» («Πραγματική Κατάσταση», 2000), ήταν μία πειραματική ταινία, που γυρίστηκε στους δρόμους της Σεούλ με πρωταγωνιστή ένα νεαρό άνδρα που προσπαθεί να εντοπίσει και να σκοτώσει όλους όσοι του έκαναν κακό. Τοποθετημένο μέσα και γύρω από μία στρατιωτική βάση των Ηνωμένων Πολιτειών, η ταινία «Άγνωστος Παραλήπτης» («Suchwiin bulmyeong», 2001) εξετάζει την ανησυχητική κληρονομιά του Πολέμου της Κορέας.
Την ίδια χρονιά παρουσίασε την ταινία «Bad Guy» (που του χάρισε το παρατσούκλι «ο κακός του κορεατικού κινηματογράφου»), με πρωταγωνιστή έναν κωφάλαλο κακοποιό που απάγει μία αθώα φοιτήτρια και την αναγκάζει να εκπορνευτεί. Η ταινία του προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, ιδίως από τις γυναίκες κι έκτοτε τον ακολουθούσε ο χαρακτηρισμός του μισογύνη μέχρι το τέλος της ζωής του.
«Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας… Και η Άνοιξη»
Η ταινία του «Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας… Και η Άνοιξη» («Bom yeoreum gaeul gyeoul geurigo bom», 2003) είναι ίσως η πιο γνωστή και αποδεκτή ταινία του. Τοποθετημένη σ’ ένα εκπληκτικό τοπίο, απεικονίζει τις ζωές δύο βουδιστών μοναχών και τις χαμένες ψυχές που έρχονται σ’ αυτούς για παρηγοριά. Μία πολύ πιο ώριμη ταινία από τις προηγούμενες προσπάθειές του, που ωστόσο εστιάζει στην ουσιαστική βαρβαρότητα της ανθρώπινης φύσης. Σηματοδοτεί μια νέα φάση στην καριέρα ενός τολμηρού, αναμφισβήτητα ταλαντούχου σκηνοθέτη.
Το θέμα της πορνείας επανέρχεται στην ταινία του «Το κορίτσι με το αγγελικό πρόσωπο» («Samaria»), που απέσπασε την Αργυρή Άρκτο στο Φεστβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 2004. Δύο νεαρές φίλες στήνουν μία επιχείρηση πορνείας για να συγκεντρώσουν χρήματα για τα ταξίδια που ονειρεύονται. Ο αστυνομικός πατέρας όμως της μιας κοπέλας ανακαλύπτει την εκπόρνευση της κόρης του με απρόβλεπτες συνέπειες.
Μία άλλη σημαντική δημιουργία του είναι η «Ανάσα» («Soom», 2007), που αναφέρεται στον έρωτα ενός θανατοποινίτη και μιας απατημένης γυναίκας. Το 2012 ο Κιμ τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας για το δραματικό θρίλερ «Pieta», μια σκληρή ιστορία εκδίκησης και λύτρωσης.
Οι κατηγορίες για σεξουαλικές επιθέσεις και ο θάνατος του
Το 2017 ο Κιμ κατηγορήθηκε για σεξουαλικές επιθέσεις κατά γυναικών ηθοποιών και προσπάθησε χωρίς επιτυχία να καθαρίσει το όνομά του. Καταδικάστηκε σε χρηματικές ποινές και οι αγωγές δυσφήμισης κατά των θυμάτων του απορρίφτηκαν από τα δικαστήρια. Ουσιαστικά ήταν τελειωμένος στην πατρίδα του.
Στα μέσα Νοεμβρίου του 2020 βρέθηκε στη Λετονία, προκειμένου ν’ αγοράσει ένα σπίτι σε παραθαλάσσια περιοχή και να ζητήσει άδεια παραμονής. Εκεί, ο Κιμ Κι-Ντουκ προσβλήθηκε από τον νέο κορωνοϊό και άφησε την τελευταία του πνοή από τις επιπλοκές της νόσου στις 11 Δεκεμβρίου 2020, στη Ρίγα.
Πηγή: www.sansimera.gr