Ο Ντανιέλ Ορτέγα (Daniel Ortega) παραμένει για σχεδόν μισό αιώνα μία από τις κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες της Κεντρικής Αμερικής. Πρόεδρος της Νικαράγουας από το 1985 έως το 1990 και από το 2007 έως σήμερα είναι ο μακροβιότερος ηγέτης στην Λατινική Αμερική μετά τον Φιντέλ Κάστρο.
Εμφανίστηκε δυναμικά στην παγκόσμια πολιτική σκηνή στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν ηγήθηκε του αριστερού αντάρτικου κινήματος των Σαντινίστας, που ανέτρεψε το διεφθαρμένο δικτατορικό καθεστώς της οικογένειας Σομόσα, το οποίο διαφέντευε από το 1933 τη Νικαράγουα, μία από τις φτωχότερες χώρες της υφηλίου.
Η επικράτηση των Σαντινίστας υπό τον Ορτέγα έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους προοδευτικούς πολίτες όλου του κόσμου, αλλά η απογοήτευση είναι διάχυτη τα τελευταία χρόνια για τα κυβερνητικά τους πεπραγμένα και οι πολίτες της Νικαράγουας δεν διστάζουν να συγκρίνουν τον Ορτέγα με τον Σομόζα.
Ο Χοσέ Ντανιέλ Ορτέγα Σααβέδρα γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1945 στην πόλη Λα Λιμπερτάδ της Νικαράγουας. Ο πατέρας του Ντανιέλ Ορτέγα Σέρδα συμμετείχε στο αντάρτικο του Σέζαρ Αουγκούστο Σαντίνο (από τον οποίο οι Σαντινίστας έλαβαν το όνομά τους) εναντίον των αμερικανών εισβολέων στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στη συνέχεια αντιτάχθηκε στη δικτατορία του Αναστάζιο Σομόσα, όπως και η μητέρα του Λίδια Σααβέδρα.
Η επικράτηση των Σαντινίστας και η πρώτη προεδρική θητεία
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η οικογένεια Ορτέγα εγκαταστάθηκε στη Μανάγκουα, την πρωτεύουσα της Νικαράγουας, προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Ο υιός Ντανιέλ φοίτησε για μικρό διάστημα στο Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Αμερικής στη Μανάγκουα και το 1963 πέρασε στην παρανομία ως μέλος του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης των Σαντινίστας (FSLN), που επιδίωκε την ανατροπή του δικτάτορα Αναστάζιο Σομόσα, εγγονού του γενάρχη της φαμίλιας.
Το 1967 ήταν υπεύθυνος για τη δράση της οργάνωσης στις αστικές περιοχές της χώρας και το φθινόπωρο του ίδιου έτους συνελήφθη για τη συμμετοχή του σε ληστεία τράπεζας. Παρέμεινε στη φυλακή για επτά χρόνια έως το 1974, οπότε αποφυλακίστηκε μαζί με άλλα μέλη των Σαντινίστας, ύστερα από μία συμφωνία ανταλλαγής με μια ομάδα ομήρων, υψηλόβαθμων στελεχών του καθεστώτος Σομόσα.
Ο Ορτέγα και οι άλλοι αποφυλακισθέντες κατέφυγαν ως εξόριστοι στην Κούβα, όπου επί αρκετούς μήνες εκπαιδεύτηκαν στην τεχνική του ανταρτοπολέμου. Ο Ορτέγα επέστρεψε κρυφά στη Νικαράγουα και πρωτοστάτησε στη συμφιλίωση των διαφόρων φατριών των Σαντινίστας και στη δημιουργία συμμαχιών με ορισμένους αστούς πολιτικούς και επιχειρηματίες. Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εξελιχθεί το αντάρτικο σε εμφύλιο πόλεμο, που κατέληξε στην επικράτηση των Σαντινίστας τον Ιούλιο του 1979.
Ο Ντάνιελ Ορτέγα ήταν ένα από τα πέντε μέλη της ηγετικής ομάδας, η οποία
ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας («χούντα» στη λατινοαμερικάνικη ορολογία). Το 1981 ορίστηκε συντονιστής της και ουσιαστικά ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος της χώρας.
Σχεδόν αμέσως, οι Σαντινίστας ξεκίνησαν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, με προγράμματα αναδιανομής της γης, βελτίωσης της υγειονομικής περίθαλψης, μαζικών εμβολιασμών με την οποία εξαλείφθηκε η πολιομυελίτιδα και άλλες μεταδοτικές ασθένειες και εξάλειψης του αναλφαβητισμού. Στον τομέα της οικονομίας εθνικοποίησαν τράπεζες και βιομηχανίες που ανήκαν στην οικογένεια Σομόσα, ενώ άφησαν σχεδόν άθικτο τον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα.
Στις 4 Νοεμβρίου 1984, ο Ντάνιελ Ορτέγα εξελέγη πανηγυρικά Πρόεδρος της Δημοκρατίας με το 67% των ψήφων και ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο του 1985. Παρότι οι εκλογές ήταν σε γενικές δίκαιες, οι ΗΠΑ υπό την προεδρία του ρεπουμπλικάνου Ρόναλντ Ρίγκαν δεν αναγνώρισαν το αποτέλεσμα. Συνέχισαν να υποστηρίζουν και να ενισχύουν οικονομικά τους δεξιούς αντάρτες «Κόντρας», που αποτελούνταν από υπολείμματα του καθεστώτος Σομόσα κι επέβαλαν οικονομικό αποκλεισμό (εμπάργκο) στη χώρα.
Την Πρωτομαγιά του 1989, ο Ντανιέλ Ορτέγα επισκέφτηκε επισήμως την Ελλάδα, όπου έγινε θερμά δεκτός από τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου.
Στις εκλογές της 25ης Φεβρουαρίου 1990 ο Ντανιέλ Ορτέγα ηττήθηκε από ένα συνασπισμό 14 κομμάτων της αντιπολίτευσης, του οποίου ηγήθηκε η Βιολέτα Τσαμόρο, εκδότρια της εφημερίδας «Λα Πρένσα» και πρώην σύμμαχός του. Η ήττα του Ορτέγα, που δεν αναμενόταν, οφειλόταν εν πολλοίς στην οικονομική κατάρρευσης της Νικαράγουας, εξαιτίας του εμπάργκο των ΗΠΑ και του εμφυλίου πολέμου, που είχε τερματιστεί με τη διακήρυξη της Τέλα στις 7 Αυγούστου 1989.
Η θητεία της Τσαμόρο έληξε το 1996 χωρίς δικαίωμα επανεκλογής. Στις εκλογές της 20ης Οκτωβρίου ο Ορτέγα ήταν ξανά υποψήφιος των Σαντινίστας με αντίπαλο τον επικεφαλής της «Φιλελεύθερης Συμμαχίας» Αρνόλντο Αλεμάν, ο οποίος επικράτησε με το 50% των ψήφων έναντι 37% του αντιπάλου του. Ο Ορτέγα ήταν και πάλι υποψήφιος στις εκλογές της 4ης Νοεμβρίου 2001, αλλά υπέστη νέα ήττα, αυτή τη φορά από τον φιλελεύθερο Ενρίκε Μπολάνιος (56,31% έναντι 42,28%).
Η επανεκλογή και η πολιτική κυριαρχία
Ο Ορτέγα διατήρησε την επιρροή του στην πολιτική σκηνή της Νικαράγουας και το 2006 έθεσε ξανά υποψηφιότητα για πρόεδρος ως υποψήφιος των Σαντινίστας. Με την ισχυρή υποστήριξη των μειονεκτούντων στρωμάτων της χώρας κι εκμεταλλευόμενος τη διάσπαση της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης, επικράτησε με το 38% των ψήφων.
Ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο του 2007 και κατά τους πρώτους μήνες της προεδρίας του άρχισε να ξεδιπλώνει τις προεκλογικές του υποσχέσεις για την εξάλειψη της πείνας και του αναλφαβητισμού, τη διατήρηση της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ και τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Όμως, μετά τον πρώτο χρόνο της θητείας του, οι επικριτές του αμφισβήτησαν τα κίνητρά του, όταν άρχισε να περιορίζει την ελευθεροτυπία και να ευθυγραμμίζεται με τον αμφιλεγόμενο ηγέτη της Βενεζουέλας, Ούγο Τσάβες. Μέσω της πρωτοβουλίας PetroCaribe, η Νικαράγουα, όπως και πολλές άλλες χώρες στην περιοχή της Καραϊβικής, λάμβανε πετρέλαιο από τη Βενεζουέλα σε μειωμένες τιμές, το οποίο στη συνέχεια μεταπωλούσε σε τιμές αγοράς.
Ο Ορτέγα χρησιμοποίησε μεγάλο μέρος των κερδών σε πρόσθετα κοινωνικά προγράμματα που βοήθησαν στη μείωση της φτώχειας στην υποχώρηση της ανεργίας στο 7% και της σημαντικής αύξησης του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2009-2014. Στην οικονομική πρόοδο της χώρας συνέβαλαν, επίσης, οι εξαγωγές του αγροτικού και μεταλλευτικού τομέα, τα εμβάσματα από τους νικαραγουανούς του εξωτερικού και η διεθνής βοήθεια.
Τον Ιούλιο του 2009, στην 30ή επέτειο της επικράτησης των Σαντινίστας, ο Ορτέγα ανακοίνωσε την πρόθεσή του να τροποποιήσει το σύνταγμα, έτσι ώστε ο πρόεδρος να μπορεί να επανεκλεγεί για δεύτερη συνεχόμενη θητεία. Το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας ήρε τη συνταγματική απαγόρευση των διαδοχικών επανεκλογών, επιτρέποντας στον Ορτέγα να είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές της 6 Νοεμβρίου 2011, τις οποίες κέρδισε πανηγυρικά με το 62% των ψήφων, αν και υπήρξαν ισχυρισμοί για εκλογική νοθεία.
Ενώ ο Ορτέγα παρέμενε δημοφιλής στους μειονεκτούντες Νικαραγουανούς, η μεσαία τάξη είχε διαφορετική άποψη, τονίζοντας τον αυταρχισμό της διακυβέρνησής του και την έλλειψη διαφάνειας στα δημόσια οικονομικά. Οι επικριτές του έσπευσαν να επισημάνουν ότι ορισμένα από τα κέρδη από τα χρήματα του πετρελαίου της Βενεζουέλας είχαν επενδυθεί σε ιδιωτικές εταιρείες που ελέγχονταν από την οικογένεια και τους φίλους του Ορτέγα, των οποίων ο τρόπος ζωής παρέπεμπε σε αυτόν της οικογένειας Σομόσα.
Ο Ορτέγα εξακολούθησε να παραμένει σταθερός υποστηρικτής της Βενεζουέλας και υπό τη νέα ηγεσία του Νικολάς Μαδούρο, ακόμα και μετά την οικονομική κατάρρευσής της, εξαιτίας της πτώσης των τιμών του πετρελαίου. Η αντιπολίτευση παρέμενε κατακερματισμένη και οι Σαντινίστας, εκμεταλλευόμενοι την πλειοψηφία τους στη Βουλή, προώθησαν νέες αλλαγές στο σύνταγμα, που αφορούσαν την αύξηση των προεδρικών θητειών ορίων της και τη δυνατότητα του προέδρου της Δημοκρατίας να κυβερνά με διατάγματα.
Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε στον Ορτέγα να θέσει υποψηφιότητα για τρίτη συνεχόμενη θητεία, με υποψήφια αντιπρόεδρο τη σύζυγό του Ροζάριο Μουρίγιο, η οποία αποκτούσε όλο και περισσότερες εξουσίες στη διακυβέρνηση της χώρας. Το ζευγάρι εξελέγη με το 72% των ψήφων στις προεδρικές εκλογές της 6ης Νοεμβρίου 2016, τις οποίες μποϊκόταραν πολλά κόμματα της αντιπολίτευσης, ενώ δεν παραυρέθηκαν διεθνείς παρατηρητές
Τον Απρίλιο του 2018, η εξουσία του διδύμου Ορτέγα-Μουρίγιο απειλήθηκε από μεγάλες ταραχές, που προκλήθηκαν από τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία προέβλεπε αύξηση των εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων, καθώς και τη μείωση των επιδομάτων. Οι διαδηλωτές βγήκαν κατά χιλιάδες στους δρόμους, φωνάζοντας «Ortega y Somoza son la misma cosa» («Ο Ορτέγα και ο Σομόζα είναι το ένα και το αυτό»). Αντιμετωπίστηκαν βίαια από την αστυνομία και από παρακρατικές ομάδες των Σαντινίστας, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πάνω από 300 άτομα. Προ της γενικής κατακραυγής και με τον κίνδυνο να χάσει την εξουσία, ο Ορτέγα απέσυρε τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης.
Τον Ιούνιο το 2021, επτά επίδοξοι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης για τις προεδρικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου συνελήφθησαν βάσει νόμων που ψηφίστηκαν στα τέλη του 2020 κι επέτρεπαν τη φίμωση της αντιπολίτευσης. Η Κριστιάνα Τσαμόρο, που θεωρείτο η πιο σοβαρή αντίπαλος του προεδρικού ζεύγους, ήταν η πρώτη που τέθηκε υπό κράτηση. Είναι η κόρη της Βιολέτας Τσαμόρο, η οποία είχε νικήσει τον Ντανιέλ Ορτέγα στις εκλογές του 1990. Οι νόμοι και το κύμα συλλήψεων προκάλεσαν διεθνή κατακραυγή και κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η χώρα οδηγήθηκε στις κάλπες στις 7 Νοεμβρίου 2021, υπό το κράτος του φόβου, του υψηλού πληθωρισμού και της μεγάλης ανεργίας, καθώς και της πανδημίας του κορονοϊού, την έκταση της οποίας αρνείται το αυταρχικό καθεστώς της Νικαράγουας. Ο Ντανιέλ Ορτέγα συγκέντρωσε το 75,92% των ψήφων και τις 75 από τις 90 έδρες της Βουλής, έναντι 14,4% του φιλελεύθερου αντιπάλου του Βάλτερ Εσπινόσα, τον οποίο η αντιπολίτευση χαρακτηρίζει ως άνθρωπο του Ορτέγα. Οι ΗΠΑ, η Ε.Ε, καθώς και άλλες δημοκρατικές χώρες κατήγγειλαν την εκλογική διαδικασία ως «απάτη».
Πηγή: www.sansimera.gr