Η αναβίωση της πυρηνικής ενέργειας διεθνώς έχει κερδίσει έδαφος τα τελευταία χρόνια σε επίπεδο συνθημάτων, αλλά όχι ακόμα σε πραγματικές επενδύσεις που βρίσκονται σήμερα λίγο ψηλότερα από τα ιστορικά χαμηλά της προηγούμενης δεκαετίας. Υπάρχει μια σειρά από εμπόδια, αλλά και παρανοήσεις στη συγκεκριμένη τεχνολογία που δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν.
Καταρχήν, η κατασκευή ενός πυρηνικού σταθμού είναι μια επένδυση δεκάδων δισεκατομμυρίων που πρέπει να καταβληθούν «με το καλημέρα» και έπειτα να αποπληρωθούν σταδιακά μέσα σε 20 ή 30 χρόνια λειτουργίας. Μια ιδιωτική εταιρεία δεν μπορεί εύκολα στο σημερινό περιβάλλον να συγκεντρώσει αυτά τα κεφάλαια δίχως δημόσιες «πλάτες», για αυτό και οι περισσότερες νέες μονάδες υλοποιούνται από κρατικούς παίκτες, κυρίως της Ασίας. Ενδεικτική είναι η δήλωση Αμερικανού επενδυτή τις προηγούμενες ημέρες στο Twitter: «Βρέθηκα σε μια συνάντηση σχετικά με τις επενδύσεις στην πυρηνική ενέργεια. Όλοι εξέφρασαν τη στήριξή τους, αλλά κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να βάλει πρώτος τα λεφτά του».
Άλλωστε, δεν βοηθάει το γεγονός ότι ακόμα και οι λιγοστοί σταθμοί που υλοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια αντιμετώπισαν συχνά υπερκοστολογήσεις και πολυετείς καθυστερήσεις που μεταφράζονται σε σημαντικό επενδυτικό ρίσκο.
Επίσης, υπάρχει η εσφαλμένη αίσθηση στην κοινή γνώμη ότι η ενέργεια που παράγουν οι πυρηνικές μονάδες είναι φθηνή. Εντούτοις, αυτό ισχύει μόνο και μόνο επειδή οι περισσότεροι σταθμοί που λειτουργούν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι παλαιοί και έχουν αποπληρώσει προ πολλού το υψηλό κεφαλαιακό τους κόστος.
Φετινές μελέτες διεθνών οίκων προσδιορίζουν το κόστος της παραγόμενης μεγαβατώρας των νέων πυρηνικών σε επίπεδα αρκετά παραπάνω από τις ΑΠΕ ή ακόμα και τις μονάδες φυσικού αερίου. Αυτό θα πρέπει να μας λέει πολλά για την ανταγωνιστικότητα της συγκεκριμένης τεχνολογίας στην παρούσα φάση.
Ταυτόχρονα, υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν της πυρηνικής ενέργειας: Στη χρυσή εποχή του περασμένου αιώνα, οι επενδύσεις γίνονταν περισσότερο με όρους αντίστοιχους των μεγάλων υποδομών (δίκτυα, εθνικές οδοί κτλ). Είχαν, δηλαδή, έντονο κρατικό πρόσημο, απολάμβαναν ανοχή και ασφάλεια σε ότι αφορά τις απαιτήσεις. Σήμερα οι αντίστοιχες επενδύσεις καλούνται να γίνουν σε ένα πολύ πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Έπειτα, υπάρχουν και άλλα ζητήματα, όπως για παράδειγμα ότι σε χώρες σαν τις ΗΠΑ η τεχνογνωσία και η ευρεία τεχνική βάση που υπήρχαν άλλοτε έχουν διαβρωθεί αισθητά. Η «τρύπα» που άφησε πίσω της η χαμένη δεκαετία του 2010 (βλέπε Φουκουσίμα) ήταν μεγάλη και δεν αναπληρώνεται εύκολα. Ενδεικτικό είναι ότι οι αμερικανικές εταιρείες του κλάδου αδυνατούσαν επί πολλά συναπτά έτη να βρουν νέους μηχανικούς που ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με το αντικείμενο για να αντικαταστήσουν την παλιά γενιά.
Τέλος, η αδειοδοτική διαδικασία είναι στις μέρες μας πολύ πιο απαιτητική και σύνθετη από ότι στο παρελθόν, επηρεάζοντας με τη σειρά της τους υπολογισμούς.
Τα παραπάνω αφορούν τις μεγάλες πυρηνικές μονάδες, όπως τις γνωρίζουμε εδώ και χρόνια. Μια πιθανή λύση είναι οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMR) που δέχονται ώθηση από τις βαθιές τσέπες των γιγάντων της πληροφορικής. Όμως, εδώ μιλάμε για μια μη δοκιμασμένη τεχνολογία που χρειάζεται χρόνο και χρήμα για να ωριμάσει.
Καταλήγοντας, μια αναβίωση της πυρηνικής ενέργειας με όρους αγοράς προσκρούει στην πρόοδο που έχουν σημειώσει οι υπόλοιπες τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής, καθώς και στις αβεβαιότητες του σημερινού περιβάλλοντος. Από την άλλη, πολλά κράτη δεν έχουν τα οικονομικά μέσα που είχαν άλλοτε για να αναλάβουν το ρίσκο και να εγγυηθούν τις επενδύσεις.
Προκειμένου να πάρει μπροστά και πάλι η πυρηνική ενέργεια θα χρειαστεί σταθερή και πολυετής πολιτική στήριξη. Μια προσπάθεια που θα περνάει μέσα από διαδοχικές κυβερνήσεις, σε μια εποχή που η συνέχεια των πολιτικών επιλογών σπανίζει. Για αυτό και το καλάθι παραμένει μικρό προς το παρόν.
Πηγή: www.newsit.gr