Με αφορμή την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της G20 στη Βραζιλία (18-19 Νοεμβρίου 2024), το ζήτημα της ολοκλήρωσης της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της Mercosur (Βραζιλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη και Παραγουάη) επανήλθε στην επικαιρότητα. Η συμφωνία, που καλύπτει περισσότερους από 780 εκατομμύρια ανθρώπους, θα καταργήσει το 93% των δασμών της ΕΕ, αποτελώντας τη μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία της ΕΕ μέχρι σήμερα στο κομμάτι αυτό.
Οι εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ με τρίτες χώρες δεν είναι απλώς οικονομικά εργαλεία: Διαμορφώνουν τη γεωπολιτική επιρροή της Ευρώπης, παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία διπλωματικών σχέσεων, στη διάδοση των αξιών της ΕΕ –όπως η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η βιωσιμότητα– και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης στη διεθνή σκηνή. Παρέχουν νέες ευκαιρίες για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, προωθούν την καινοτομία και προσφέρουν στους καταναλωτές μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων. Επιπλέον, με την προώθηση των εργασιακών δικαιωμάτων και των περιβαλλοντικών προτύπων στις χώρες-εταίρους, οι συμφωνίες αυτές τοποθετούν την ΕΕ ως ηγέτη στο υπεύθυνο εμπόριο.
Εάν η συμφωνία ΕΕ-Mercosur τεθεί σε ισχύ ως έχει, η ευρωπαϊκή αγορά θα κατακλυστεί από αγροτικά προϊόντα πολύ χαμηλότερων και χαλαρότερων προτύπων, υπονομεύοντας σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των τοπικών παραγωγών
Ανισότητες και μηχανισμοί προστασίας
Ωστόσο, όσον αφορά το τελευταίο, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική και, κυρίως, πολύ πιο περίπλοκη. Οι εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ με τρίτες χώρες χαρακτηρίζονται συχνά από «διπλά πρότυπα», με επίκεντρο τον αγροδιατροφικό τομέα.
Οι Ευρωπαίοι αγρότες ανέκαθεν λειτουργούσαν μέσα σε ένα ιδιαίτερα αυστηρό νομικό πλαίσιο για περιβαλλοντικά και εργασιακά ζητήματα. Οι συνθήκες έγιναν ακόμα αυστηρότερες μέσω των πρόσφατων ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών, όπως η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και η Στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο», οι οποίες στοχεύουν στη μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων, στην ενίσχυση της βιοποικιλότητας και στη διασφάλιση δίκαιων συνθηκών εργασίας. Είναι προφανές ότι το κόστος συμμόρφωσης είναι αρκετά υψηλό, το οποίο σταθερά επωμίζονται οι Ευρωπαίοι αγρότες και παραγωγοί.
Και εδώ έγκειται το πρόβλημα. Εάν η συμφωνία ΕΕ-Mercosur τεθεί σε ισχύ ως έχει, η ευρωπαϊκή αγορά θα κατακλυστεί από αγροτικά προϊόντα πολύ χαμηλότερων και χαλαρότερων προτύπων, υπονομεύοντας σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των τοπικών παραγωγών. Αυτή η ασυνέπεια έχει σοβαρές επιπτώσεις. Αφενός, ασκεί υπερβολική πίεση στους αγρότες της ΕΕ, δημιουργώντας ένα άνισο πεδίο ανταγωνισμού, αφετέρου ουσιαστικά εξάγει τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές προκλήσεις της Ευρώπης στο εξωτερικό.
Για την αντιμετώπιση αυτών των ανισοτήτων, η ενσωμάτωση «κατοπτρικών ρητρών» στις εμπορικές συμφωνίες είναι επιτακτική. Οι ρήτρες θα απαιτούν τα εισαγόμενα αγαθά να πληρούν τα ίδια περιβαλλοντικά, υγειονομικά και εργασιακά πρότυπα που επιβάλλονται στους παραγωγούς της ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο, οι «κατοπτρικές ρήτρες» θα προστατεύσουν τους Ευρωπαίους αγρότες από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη δέσμευση της ΕΕ για βιωσιμότητα.
Ειδικά στην περίπτωση των διαπραγματεύσεων μεταξύ της ΕΕ και της Mercosur, το αίτημα για «κατοπτρικές ρήτρες» ενισχύεται από το γεγονός ότι η πολιτική συμφωνία επετεύχθη το 2019, δηλαδή πριν ακόμα η ΕΕ αναλάβει νομοθετικές πρωτοβουλίες υπό την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, όπως η δέσμη μέτρων «Προσαρμογή στον στόχο του 55%» (Fit for 55 package), ο νόμος για την αποκατάσταση της φύσης (Nature Restoration Law) και η Οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές (Industrial Emissions Directive).
Περιβαλλοντικό πρωτόκολλο και νέο ταμείο αποζημιώσεων
Σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει τα παραπάνω και κυρίως τις έντονες αντιδράσεις των Ευρωπαίων αγροτών, η Επιτροπή πρότεινε ένα επιπλέον περιβαλλοντικό πρωτόκολλο που θα «προσαρτηθεί» στη συμφωνία. Ωστόσο, η συντριπτική πλειονότητα των περιβαλλοντικών οργανώσεων και της κοινωνίας των πολιτών έχει ήδη εκφράσει την αντίθεσή της, υποστηρίζοντας ότι «προσφέρει μόνο καλλωπιστικές και ανεφάρμοστες τροποποιήσεις». Και, φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι χώρες της Mercosur δύσκολα θα αποδεχθούν την ενσωμάτωση ενός τέτοιου πρωτοκόλλου σε μια συμφωνία που έχει ήδη ολοκληρωθεί σε πολιτικό επίπεδο μετά από δεκαετίες διαπραγματεύσεων.
Πρόσφατα, δημοσιοποιήθηκε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επεξεργάζεται τη δημιουργία ενός νέου ταμείου αποζημιώσεων για τους αγρότες που θα επηρεαστούν αρνητικά από τη συμφωνία ΕΕ-Mercosur. Ωστόσο, ο ευρωπαϊκός αγροτικός τομέας έχει ήδη απορρίψει αυτή την προοπτική, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για πραγματική αμοιβαιότητα, όσον αφορά τα πρότυπα παραγωγής και τους κινδύνους για την περιβαλλοντική υποβάθμιση και την απώλεια της βιοποικιλότητας στις εμπλεκόμενες χώρες.
Διαχωρισμός σε δύο μέρη και τμηματική ολοκλήρωση
Τέλος, με δεδομένη την άρνηση κρατών-μελών της ΕΕ να υπογράψουν τη Συμφωνία, με επικεφαλής τη Γαλλία (αλλά με τη στήριξη της Ιταλίας, της Ιρλανδίας και της Πολωνίας), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βρίσκεται πλέον και σε αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Η πιο πρόσφατη πρόταση προέρχεται από τη γερμανική πλευρά, η οποία προβλέπει τον διαχωρισμό της συμφωνίας σε δύο μέρη, με στόχο την ολοκλήρωση τμημάτων της Συμφωνίας, όπως οι τελωνειακοί δασμοί, αφήνοντας εκτός σε αυτό το στάδιο αμφιλεγόμενα τμήματα, όπως ο αγροδιατροφικός τομέας. Μια τακτική που δεν είναι ξένη στην Επιτροπή τα τελευταία χρόνια (βλ. ΕΕ-Καναδάς, ΕΕ-Χιλή, ΕΕ-Μεξικό).
Εάν η ΕΕ φιλοδοξεί πραγματικά να ηγηθεί της βιώσιμης ανάπτυξης και να τηρήσει τις δεσμεύσεις της στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας, πρέπει να ενσωματώσει αυτές τις αξίες στις εμπορικές πολιτικές της. Πρέπει να είναι δίκαιες και να τηρούν τα ίδια υψηλά πρότυπα για όλους τους παραγωγούς, είτε εγχώριους είτε διεθνείς. Οι «κατοπτρικές ρήτρες» αποτελούν μια πρακτική λύση προς αυτή την κατεύθυνση. Οτιδήποτε λιγότερο θα αποτελούσε υποκρισία, επιτρέποντας εισαγωγές που δεν πληρούν τα ίδια πρότυπα να υπονομεύσουν τους ίδιους τους στόχους αειφορίας της ΕΕ.
Πηγή: www.ypaithros.gr