Ο Θεόδωρος Αντωνίου υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πολυγραφότερους έλληνες συνθέτες λόγιας μουσικής, με διεθνή παρουσία. Διακρίθηκε ακόμη ως αρχιμουσικός (κυρίως σε έργα σύγχρονης μουσικής) και ως μουσικοπαιδαγωγός σε πανεπιστήμια και μουσικά ιδρύματα των ΗΠΑ.
Ο Θεόδωρος Αντωνίου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1935.
Σπούδασε βιολί, τραγούδι και θεωρητικά (1947-1958) στο Εθνικό Ωδείο και
σύνθεση στο Ελληνικό Ωδείο (1956-1961) ως μαθητής του συνθέτη
Γιάννη Ανδρέου Παπαϊωάννου. Χάρη σε οκτώ, συνολικά, υποτροφίες συνέχισε σπουδές σύνθεσης με τον συνθέτη Γκίντερ Μπιάλας και διεύθυνσης ορχήστρας στη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου (1964) και μυήθηκε στην ηλεκτρονική μουσική στο Διεθνές Μουσικό Κέντρο του Ντάρμστατ (1965).
Δίδαξε μουσική στα Πανεπιστήμια του Στάνφορντ και της Γιούτα, στη Μουσική Ακαδημία της Φιλαδέλφειας και στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Από το 1974 έως το 1985 υπήρξε συνδιευθυντής όλων των δραστηριοτήτων σύγχρονης μουσικής στο Μουσικό Κέντρο του Τάνγκελγουντ. Τον Οκτώβριο του 2008 ανακηρύχθηκε ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βοστώνης.
Ως αρχιμουσικός διηύθυνε πολλές μεγάλες ορχήστρες και μουσικά σύνολα παγκοσμίως, όπως την Ορχήστρα Δωματίου της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης, τις Ορχήστρες των Ραδιοφωνιών του Βερολίνου, του Παρισιού και της Βαυαρίας, την Ορχήστρα Τονχάλε της Ζυρίχης, την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (τον Ιανουάριο του 1977 διηύθυνε σε πανελλήνια πρώτη την όπερα του Λουίτζι Νταλαπίκολα «Ο Φυλακισμένος»), την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και την Καμεράτα των Φίλων της Μουσικής.
Το συνθετικό του έργο αριθμεί πάνω από 450 έργα, τα περισσότερα από τα οποία ήταν παραγγελίες μεγάλων ορχηστρών και ιδρυμάτων. Στην εργογραφία του περιλαμβάνονται όπερες («Περίανδρος», «Βάκχες», «Οιδίπους επί Κολωνώ»), χορωδιακά έργα, καντάτες («Νενικήκαμεν», παραγγελία της Συμφωνικής Ορχήστρας της Ραδιοφωνίας και της πόλης του Μονάχου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972), έργα μουσικής δωματίου, συμφωνικά έργα και κοντσέρτα. Συνέθεσε έργα για το θέατρο και τον κινηματογράφο (εκ των οποίων τα 60 είναι μουσική για αρχαίες τραγωδίες).
Σύμφωνα με τον μουσικοκριτικό Γιώργο Λεωτσάκο, ο Αντωνίου «αφού αμφιταλαντεύθηκε ανάμεσα σε μία κάπως απλοϊκή ατονικότητα και μία ευφυή αξιοποίηση φολκλορικών στοιχείων κατά τα πρότυπα του Μπάρτοκ, άρχισε να χρησιμοποιεί διάφορες σειραϊκές τεχνικές.
Προικισμένος εκλεκτικός ουσιαστικά, αφομοιώνει και αξιοποιεί άψογα διάφορες τεχνοτροπίες σε πλήθος μικρών μορφών μουσικής δωματίου. Όμως, αν κρίνουμε απ’ όσα έργα του έχουν παιχτεί στην Ελλάδα, σε μεγαλύτερης κλίμακας συνθέσεις του (πάντα στέρεα αρχιτεκτονημένες) διαγράφονται ορισμένες επιρροές (Χρήστου, Τσίμερμαν, Πεντερέτσκι), όπως στην καντάτα “Νενικήκαμεν”».
Ο Θεόδωρος Αντωνίου υπήρξε ιδρυτής της Πειραματικής Λυρικής Σκηνής και καλλιτεχνικός διευθυντής της από το 2004 έως το 2011. Στην Ελλάδα ίδρυσε το 1967 το Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής, που διηύθυνε κατά τις εδώ παραμονές του και που έδωσε, επί δικτατορίας κυρίως, ενδιαφέρουσες συναυλίες και στο Στάνφορντ το συγκρότημα Alea II. Από τα τέλη του 1976 συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι στο Γ’ Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Ήταν μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και για πολλά χρόνια κατείχε τη θέση του προέδρου.
Από τα περίπου 25 βραβεία και διακρίσεις που έλαβε, αξίζει να αναφερθούν το βραβείο Ρίχαρντ Στράους της πόλης του Μονάχου (1964), το βραβείο Κάρολος Κουν (1988) για την προσφορά του στο χώρο της θεατρικής μουσικής, το Αριστείο Διδασκαλίας Μέτκαλφ του Πανεπιστημίου της Βοστώνης (1991) και το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο της προσφοράς του στη μουσική (1997).
Υπήρξε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου (2003), ταξιάρχης του Τάγματος της Τιμής και επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (2009). Από το 2014 έως τον θάνατό του ήταν τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Θεόδωρος Αντωνίου πέθανε στις 26 Δεκεμβρίου 2018 στην Αθήνα, σε ηλικία 83 ετών.
Πηγή: www.sansimera.gr