3 Ιανουαρίου 2025
ΑΓΡΟΤΙΚΑ/ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΑ

Το Δωδεκαήμερο και τα έθιμά του – Ο κύκλος ανοίγει την παραμονή των Χριστουγέννων και κλείνει τα Θεοφάνια

Τα Χριστούγεννα σχετίζονται με τον ήλιο και το φως. Από τις 22 του Δεκέμβρη, δηλαδή από το χειμερινό ηλιοστάσιο, η απόκλιση του ήλιου αρχίζει να λιγοστεύει, οπότε το Βόρειο Ημισφαίριο, όπου βρίσκεται και η Ελλάδα, φωτίζεται περισσότερο και η μέρα μεγαλώνει. Η γιορτή των γενεθλίων του Χριστού θεσπίστηκε στις 25 Δεκεμβρίου από τους Χριστιανούς και ο εορτασμός της επεκτάθηκε σταδιακά σε όλο το ρωμαϊκό κράτος, ανατολικό και δυτικό.

Στόχος τους ήταν να παραμερίσουν τον περσικό θεό Μίθρα, θεό του ήλιου και του φωτός. Η ημέρα των γενεθλίων του, «το Γενέθλιον του αήττητου Ήλιου», γιορταζόταν στις 25 του Δεκέμβρη. Η γιορτή αυτή συνδυαζόταν με τα Σατουρνάλια, παλιά αγροτική γιορτή, που έγινε μία από τις σπουδαιότερες γιορτές των Ρωμαίων και γιορταζόταν από τις 17 έως τις 23 Δεκεμβρίου.

Η σύνδεση του Χριστού με τον ήλιο φανερώνεται και στην υμνογραφία των Χριστουγέννων: «Ανέτειλας, Χριστέ, εκ Παρθένου, νοητέ Ήλιε της Δικαιοσύνης». Η γέννηση του Χριστού γιορταζόταν αρχικά στις 6 Ιανουαρίου, μαζί με τη βάπτιση. Το 378 για πρώτη φορά γιορτάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη τα Χριστούγεννα ως αυτοτελής γιορτή.

Ο κύκλος των εθίμων του Δωδεκαημέρου ανοίγει την παραμονή των Χριστουγέννων και κλείνει τα Θεοφάνια, με τον αγιασμό των υδάτων. Προάγγελος των Χριστουγέννων είναι οι ομάδες των παιδιών που τραγουδούν τα κάλαντα, τα οποία αρχίζουν με την εξιστόρηση της γέννησης του Χριστού, συνεχίζουν με παινέματα για το σπίτι και τελειώνουν με αίτημα για φιλοδώρημα.

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο φαίνεται ότι εμφανίστηκε στη νεότερη Ελλάδα την εποχή του Όθωνα και έχει, ήδη, πάνω από ενάμιση αιώνα ζωής στη χώρα μας.

Σε ορισμένους ελληνικούς τόπους, τα κάλαντα εξιστορούν τη γέννηση του Χριστού σαν να γιορτάζουν τη γέννηση ενός παιδιού:

«Χριστός γεννάται χαρά στον κόσμο.

Χαρά στον κόσμο στα παλικάρια.

Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες

κι η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.

Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε

όλους τους Aγίους, τους Αϊ-Αποστόλους.

Οι Αποστόλοι μαμή γυρεύουν…

Ώσπου να πάνε κι ώσπου να έρθουν,

η Παναγιά μας ξελευτερώθη.

Μέσα στις δάφνες, μες στα λουλούδια,

κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι».

Έτσι, στο Ζαγόρι της Ηπείρου, για παράδειγμα, ξημερώνοντας Χριστούγεννα, κάνουν τα «σπάργανα», τηγανίτες με πολλά καρύδια, τα οποία συνηθίζουν να προσφέρουν σε όσους επισκέπτονται οποιαδήποτε λεχώνα. Το Δωδεκαημέρο που μεσολαβεί ανάμεσα στη γέννηση και τη βάπτιση του Χριστού είναι μια ιδιαίτερη χρονική περίοδος. Αν για τα μικρά αβάπτιστα παιδιά και τις λεχώνες λαμβάνονται ιδιαίτερες προφυλάξεις στην παραδοσιακή κοινωνία για να τα προστατεύσουν, καθώς είναι ευάλωτα στις επιβουλές και συνάμα επικίνδυνα, ο χρόνος που μεσολαβεί από τη γέννηση έως τη βάπτιση του Χριστού είναι χρόνος αταξίας που αφορά ολόκληρη την παραδοσιακή κοινωνία.

Τα Χριστούγεννα αποτελούν οικογενειακή γιορτή, που συγκεντρώνει τα μέλη της οικογένειας γύρω από το κοινό τραπέζι, όπου θα κόψουν το χριστόψωμο, στολισμένο με καρύδια και σχέδια από ζυμάρι. Στη Μακεδονία και αλλού, τα Χριστούγεννα μαγείρευαν ντολμαδάκια (σαρμάδες) με λάχανο και κρέας χοιρινό, συνοδευμένο με σέλινο, πράσο ή σπανάκι (τα έλεγαν και σπάργανα του Χριστού, έτσι που τυλίγονταν στο λάχανο), ενώ σε άλλες περιοχές έσφαζαν κότα και έφτιαχναν σούπα. Η γαλοπούλα είναι νεότερη συνήθεια στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Τα κάλαντα των Χριστουγέννων

Τα κάλαντα είναι τραγούδια που λέγονται από ομάδες παιδιών ή ενηλίκων στους δρόμους ή τα σπίτια. Πήραν το όνομά τους από τη γιορτή των Καλενδών του ρωμαϊκού ημερολογίου. Την παραμονή των Χριστουγέννων, παιδιά ή άντρες γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι κι έλεγαν τα κάλαντα.

Στη Χίο, το βράδυ της παραμονής, ομάδες παιδιών ή ανδρών γύριζαν στα σπίτια με τύμπανα και φλογέρες ή με μουσική και έψαλλαν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα:

«Καλήν εσπέραν άρχοντες,

κι αν είναι ορισμός σας,

Χριστού την θείαν γέννησιν

να πω στ’ αρχοντικό σας…»

Στην Κοζάνη, τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα κρατώντας ένα ξύλο, μήκους μισού μέτρου και σχήματος Τ (την τζομπανίκα), για να χτυπούν τις πόρτες, και έναν τροβά (υφαντό σακούλι για τα δώρα).

Οι νοικοκυρές τους «φίλευαν» μήλα, σύκα, καρύδια, κάστανα, κουλουράκια (κολιαντίνες), αβγά, χρήματα κ.ά. Στην Ήπειρο, την παραμονή των Χριστουγέννων τραγουδούσαν:

«Κόλιαντα, μπάμπω, κόλιαντα,

και μένα κολιαντίνα.

Κι αν δεν μου δώσεις

κι αν δεν μου δώσεις κόλιαντα,

δώσ’ μας την θυγατέρα σ’.

-Τι την θέλεις, τη δική μου θυγατέρα;

-Να την φιλώ, να την τσιμπώ

να με ζεσταίνει το βράδυ.

Φέρτε μας τα κόλιαντα,

τι μας πήρ’ η μέρα.

Η μέρα μερουλίζει,

το πουλί τσουρίζει.

Η γάτα νιαουρίζει,

ο Χριστός γεννιέται.

Γεννιέται και βαφτίζεται

στους ουρανούς απάνω.

Οι άγγελοι χαίρουνται

και τα δαιμόνια σκάνουν (=σκάνε).

Σκάνουν και πλαντάζουν,

τα σίδερα δαγκάνουν».

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο φαίνεται ότι εμφανίστηκε στη νεότερη Ελλάδα την εποχή του Όθωνα και έχει, ήδη, πάνω από ενάμιση αιώνα ζωής στη χώρα μας. Βέβαια, μόνο ύστερα από τον τελευταίο πόλεμο εκλαϊκεύθηκε και αγαπήθηκε ως χριστουγεννιάτικο στολίδι. Είναι γερμανικό και σκανδιναβικό έθιμο και από εκείνους τους λαούς το έμαθαν και οι άλλοι.

Η χρήση πράσινων κλαδιών αειθαλών δέντρων υπήρχε και στις αρχαίες γιορτές των «δενδροφοριών» και στις ρωμαϊκές και βυζαντινές καλένδες. Το δέντρο, με τα αναβλαστικά σχήματα και το πράσινο χρώμα, ήταν πάντα ένα σύμβολο ζωής. Όσον αφορά το στολισμένο καραβάκι, τα παιδιά των νησιών και των παραθαλάσσιων περιοχών τραγουδούσαν τα κάλαντα κρατώντας φωτισμένα καράβια σαν φαναράκια. Στην ηπειρωτική και ορεινή Ελλάδα, κρατούσαν επίσης φανάρι, μια εκκλησία, ένα ομοίωμα της Αγιάς Σοφιάς.

Κλαδιά δέντρων, ανάλογα με την περίσταση, χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της χρονιάς για στολισμό, επίτευξη γονιμότητας, αποτροπή επιβλαβών ζωυφίων, προστασία από τη βασκανία και γενικά για ευεργετική επίδραση σε ανθρώπους, ζώα και κτήματα. Έτσι, η ελιά, σύμβολο μακροβιότητας, γονιμότητας και ευτυχίας, χάρη στο αειθαλές της φύλλωμα και στον εξαιρετικά θρεπτικό και υγιεινό καρπό της, χρησιμοποιήθηκε και εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη χρήση στα χαρακτηριστικά περάσματα του ανθρώπινου κύκλου της ζωής, από τη γέννηση έως τον θάνατο, αλλά και στον κύκλο του χρόνου, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, την Πρωτομαγιά, και σε κάθε περίπτωση που ένα κλωνάρι της συμβολίζει την ευετηρία και τη μακροβιότητα. Επίσης, το πουρνάρι (δρυς, δέντρο), η καρυδιά, η κρανιά, η μηλιά κ.ά. χρησιμοποιούνται εθιμικά για τον στολισμό των σπιτιών κατά τη διάρκεια του χρόνου.

Το Xριστόψωμο

Τα Χριστούγεννα, κάθε νοικοκυρά παρασκεύαζε με ιδιαίτερη φροντίδα το χριστόψωμο, το οποίο είχε συνήθως σχήμα στρογγυλό και στη μέση της επιφάνειάς του κολλούσαν έναν σταυρό από ζυμάρι. Στο κέντρο και στις άκρες του σταυρού έβαζαν καρύδια και αμύγδαλα, σύμβολα πλούσιας καρποφορίας. Ο διάκοσμός του είχε και συμβολική σημασία και ήταν ανάλογος με την ασχολία του νοικοκύρη: Βόδια, αλέτρι και αλώνι για τον γεωργό, πρόβατα, κατσίκια και στάνη για τον τσοπάνο. Χαρακτηριστικό ήταν το χριστόψωμο των Σαρακατσάνων, του ποιμενικού και νομαδικού αυτού πληθυσμού με ολόκληρη στάνη πάνω του. Οι Σαρακατσάνοι έφτιαχναν και ένα άλλο ακόμα ψωμί την «τρανή χριστοκουλούρα», για τα πρόβατά τους, προκειμένου να τα ευλογήσει ο Χριστός. Στη Δυτική Μακεδονία, κάνουν και τις «κολιαντίνες», μικρά χριστόψωμα για τα παιδιά που λένε τα κάλαντα. Το χριστόψωμο έχει εξέχουσα θέση στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το οποίο σε αρκετά μέρη στρώνεται από την παραμονή. Λέγεται και τραπέζι της Παναγιάς. Στη Θράκη και τη Μακεδονία, το λένε και «τα εννέα φαγιά», επειδή σ’ αυτό πρέπει να υπάρχουν εννιά ειδών φαγητά. Σε κάποιες περιοχές, το τραπέζι που στρώνουν την παραμονή δεν το σηκώνουν, μόνο το σκεπάζουν και το αφήνουν για να γευματίσει ο Χριστός.

Ο λαός φαντάζεται τους καλικάντζαρους μαύρους και άσχημους, κουτσούς, ψηλούς, με μάτια κόκκινα, πόδια τραγίσια και σώμα τριχωτό.

Οι καλικάντζαροι

Οι καλικάντζαροι έρχονταν την παραμονή των Χριστουγέννων και έφευγαν τα Θεοφάνια. Έχουν διάφορες ονομασίες: Λυκοκαντζαραίοι, σκαρικατζέρια, καρκατζέλια, πλανήταροι (Κύπρος), Κάηδες (Σύμη), καλλισπούδηδες, χρυσαφεντάδοι (Πόντος), κωλοβελόνηδες, παρωρίτες ή παραωρίτες (πριν από το λάλημα του πετεινού), παγανά. Με παρεμφερή ονόματα υπάρχουν οι καλικάντζαροι και στους βαλκανικούς λαούς, ενώ και στους άλλους χριστιανικούς λαούς εμφανίζονται δοξασίες για δαιμονικά όντα κατά το Δωδεκαήμερο: Λυκάνθρωποι, Στρίγγλες, Μάγισσες, Νόρνες.

Παγανά είναι γενικότερα τα ξωτικά και τα φαντάσματα. Paganus είναι ο χωρικός, ο αστράτευτος (παγάνα, παγανιά) και κατόπιν ο εθνικός και μη χριστιανός. Στα αγγλικά pagan είναι ο ειδωλολάτρης. Και παγανή Κυριακή σημαίνει την Κυριακή που δεν έχει άλλη εορτή. Παγανό αποκαλείται, επίσης, το αβάπτιστο νήπιο, καθώς πιστεύεται ότι τα βρέφη που πέθαναν αβάπτιστα γίνονται παγανά, τελώνια, καλικάντζαροι. Συμβολίζουν το σκοτάδι και ζουν όλο τον χρόνο στα έγκατα της γης, προσπαθώντας να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη.

Όταν είναι πολύ κοντά να το πετύχουν, την παραμονή των Χριστουγέννων, ανεβαίνουν στη γη, δημιουργώντας προβλήματα στους ανθρώπους. Η πίστη για τους καλικαντζάρους ως δαιμονικών όντων που ζουν κάτω από τη γη στηρίζεται στην κοσμοθεωρία περί ακινησίας της γης (το γαιοκεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η γη είναι ακίνητη και γύρω της κινούνται τα άλλα ουράνια σώματα. Η γη είναι προσηλωμένη στον θόλο του ουρανού).

Μένουν ανάμεσα στους ανθρώπους δώδεκα μέρες έως την παραμονή των Φώτων, αφήνοντας στην ησυχία του το δέντρο της ζωής να αναβλαστήσει. Ο λαός τούς φαντάζεται μαύρους και άσχημους, κουτσούς, ψηλούς, με μάτια κόκκινα, πόδια τραγίσια και σώμα τριχωτό. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξουδετερώσουν με διάφορους τρόπους και κυρίως με τη φωτιά, η οποία καίει συνεχώς στο τζάκι όλο το Δωδεκαήμερο. Διάλεγαν ένα κούτσουρο («δωδεκαμερίτης», «χριστόξυλο») και, μάλιστα, από αγκαθωτό δέντρο. Με τη στάχτη του ράντιζαν το σπίτι ξημερώματα παραμονής Θεοφανίων τρέποντας σε φυγή τα δαιμόνια. Οι βυζαντινοί είχαν τον βαβουτζικάριον (εφιάλτην). Ο Μιχαήλ Ψελλός γράφει ότι ένας αγράμματος και αφελής έβλεπε και την ημέρα φανταστικά όντα, όπως ο Ορέστης τις Ευμενίδες.

Σύμφωνα με μια παράδοση, «οι λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης αποκάτου. Ούλο το χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης. Κόβουν, κόβουν όσο που μενέσκει λιγάκι ακόμα ως μια κλωνά άκοπο, και λεν ‘‘χάισε να πάμε, και θα πέση μοναχό του’’. Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης, και βρίσκουν το δέντρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ’ έρχονται κι ούλο φτόνι τη δουλειά κάνουν. Κυρίως κάνουν κακό (πνίγουν) στα αβάφτιστα παιδιά. Και στα νησιά φτάνουν οι καλικάντζαροι. Με το καράβι τους. Κάνουν ζημιές: Χύνουν το νερό, τ’αλεύρι, κατουρούν τη στάχτη. Γι’ αυτό και βάζουν στη φωτιά ρείκια, αλάτι, που κάνουν κρότο, ή ρίχνουν κανένα πετσί να βρωμάει».

Ο λαός πιστεύει ότι καλικάντζαροι γίνονται όσοι γεννιούνται το Δωδεκαήμερο, γιατί έχουν συλληφθεί την ίδια μέρα με τον Χριστό. Θέλουν να κάνουν κακό στους ανθρώπους. Είναι άσχημοι, κουτσοί, εριστικοί, ανόητοι γιατί δεν βοηθά ο ένας τον άλλον και για τον λόγο αυτόν είναι αναποτελεσματικοί στο να κάνουν κακό. Όσους περπατούσαν τη νύχτα έξω τους ανάγκαζαν να χορέψουν μαζί τους.

Είναι χαρακτηριστικό το παραμύθι με τη Μάρω, που γύριζε από τον μύλο τη νύχτα. Οι μυλωνάδες που εργάζονταν στον μύλο, ο οποίος ήταν συνήθως χτισμένος σε μέρος μακριά από τον καθαγιασμένο χώρο του οικισμού, δίπλα σε ποτάμι, είχαν πάρε δώσε με καλικαντζάρους. Σε μια ευτράπελη διήγηση ο μυλωνάς ψήνει πέρδικα ή γουρουνάκι και ο καλικάντζαρος βάτραχο. Ο μυλωνάς καίει τον καλικάντζαρο με τη σούβλα και του λέει ότι κάηκε ατός του (μόνος του), απάντηση που είχε δώσει ο Οδυσσέας στον κύκλωπα Πολύφημο.

Τα Φώτα όλα τα πονηρά πνεύματα φεύγουν με τον αγιασμό:

«Φεύγετε να φεύγουμε, έρχετ’ ο τουρλόπαπας,

με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του».

Το πάντρεμα της φωτιάς

Την παραμονή των Χριστουγέννων, επειδή πιστευόταν ότι με την έναρξη του Δωδεκαημέρου οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν πάνω στη γη, οι ένοικοι του σπιτιού προσπαθούσαν να κρατούν αναμμένη τη φωτιά στην εστία. Επέλεγαν, μάλιστα, ξύλα δέντρων που αργούσαν να καούν, ακόμη και χλωρά, και τα «πάντρευαν». Ο αριθμός των ξύλων ή το είδος του δέντρου συμβόλιζε τον ιδιοκτήτη του σπιτιού ή το ανδρόγυνο ή το ανδρόγυνο και τον κουμπάρο.

Στην Κέρκυρα, για παράδειγμα, την παραμονή των Χριστουγέννων, «βάζουν και τρίτο ξύλο, που συμβολίζει τον κουμπάρο», ενώ στη Λευκάδα «ο νοικοκύρης, αφού τοποθετήσει στη γωνιά δυο ξύλα (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό, και ένα με παραφυάδες, θηλυκό), χύνει πάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και λίγο κρασί, ψάλλοντας δ’ αμέσως το ‘‘Ευλογητός ει, Κύριε’’, και ανάβει τα ζευγαρωμένα ξύλα. Έτσι, γίνεται το πάντρεμα της γωνιάς». Στη Θράκη, «ο σπιτονοικοκύρης κόβει τρία ξύλα τριών λογιών, ίσαμε ένα μέτρο, απού δέντρα π’ κάνουν καρπό, και τα βάζ’ στου τζάκι απού βραδύς του Χριστού θα καίουνται απού λίγου, ώς την παραμονή των Φώτων».

Η φωτιά των Χριστουγέννων και του Δωδεκαημέρου συγκεντρώνει την οικογένεια γύρω από την εστία, όπου και μαντεύει με φύλλα χλωρά ελιάς ή καρυδιάς ή δάφνης ή σούρβα ή κουκούτσια από κρανιές ή φύλλα πρίνου την εξέλιξη της υγείας και ευτυχίας των μελών της και του σπιτιού (υγεία ή θάνατο, ευφορία ή αφορία). 

Στην Καστοριά, το βράδυ της παραμονής, άναβαν στο τζάκι τη μεγαλύτερη φωτιά και έβαζαν τη μεγαλύτερη «κουρφάδα» (=χοντρό κορμό) δέντρου, «για να φασκιώσ’ η αρκούδα».

Εκτός από τη φωτιά που άναβε στο τζάκι κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, μεγάλες φωτιές άναβαν και ομαδικά στους δρόμους και στις πλατείες.

Στην Ήπειρο, την Πρωτοχρονιά συνήθιζαν να ρίχνουν στη φωτιά κλαδί πρίνου, λέγοντας τα εξής:

«Καλημέρα κι Αϊ-Βασίλης

με τον πέρναρο στα χέρια

με το διάφορο στο σπίτι

όσα φύλλα και κλαριά

τόσα γρόσια και φλουριά».

Στην Κερασούντα του Πόντου, την ημέρα των Χριστουγέννων, τα ξημερώματα, τα κορίτσια κατέβαιναν στην παραλία, μάζευαν πετραδάκια και τα σκόρπιζαν στο σπίτι. Επίσης, έσχιζαν λεπτοκάρυα και τα περνούσαν στα φύλλα κλάδου ελιάς και τα κρεμούσαν στο εικονοστάσι, καθώς και στις αυλόθυρες και τα εργαστήρια.

Εκτός από την ελιά, κατά τη διάρκεια των αγερμών, τα παιδιά κρατούσαν κλαδιά κρανιάς, δέντρου με ιδιαίτερα γερό ξύλο.

Στην Περιφέρεια Αδριανουπόλεως, το πρωί της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά, ηλικίας 12-15 ετών, γύριζαν τα σπίτια μ’ ένα κλαδί κρανιάς (σουρβάκια) και σούρβιζαν, δηλαδή χτυπούσαν τον νοικοκύρη και τους οικείους στη ράχη, λέγοντας:

«Σούρβα, σούρβα, γερό κορμί

γερό κορμί, γερό σταυρί

σαν ασήμι, σα κρανιά

και την χρόν’ γούλ’ γεροί

και καλόκαρδοι»!

Αλλού περιτύλιγαν το κλωνάρι της κρανιάς με χρωματιστές κλωστές και κορδέλλες. Στο Κωστί, «κόφτανε ένα κλωνάρι πράσινο ακρανιά και τυλίζασι τη ζώνη την ασημένια, που φορούσαν οι μάννες τους. Έτσι το παιδί πήγαινε στο σπίτι με τ’ ασήμι».

Οι εποχικές πυρές (φανοί)

Εκτός από τη φωτιά που άναβε στο τζάκι κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, μεγάλες φωτιές άναβαν και ομαδικά στους δρόμους και στις πλατείες. Στο Καστανόφυτο της Καστοριάς, για παράδειγμα, άναβαν κέδρα στην άκρη του χωριού, ενώ στη Σιάτιστα άναβαν πυρές στην πλατεία της πόλης δημιουργώντας θόρυβο γύρω από αυτές με κουδούνια. Το διώξιμο του κακού γινόταν έτσι πιο αποτελεσματικό χάρη, στην αποτρεπτική δύναμη του ήχου των κουδουνιών.

Πηγή: Ιστότοπος του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών

Πηγή: www.ypaithros.gr

Σχετικές αναρτήσεις

Σε νέες ποικιλίες σιτηρών και τρόπους λίπανσης πειραματίζεται το Τμήμα Αγροτικής Ανάπτυξης ΔΠΘ

mera24

ΟΠΕΚΕΠΕ: Ξεκίνησαν οι διαδικασίες πληρωμής της προκαταβολής Αγροπεριβαλλοντικών 2024 – iFarsala

mera24

Εκδήλωση βράβευσης από τον Γεωπονικό Σύλλογο Λάρισας – iFarsala

mera24
Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας τότε συναινείτε σε αυτό. View more
Accept