Συχνά, στην ειδησιογραφία ή και σε ομιλίες, ακούμε τη φράση «αγρότες και κτηνοτρόφοι». Πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο κτηνοτρόφος είναι, κατά βάση, αγρότης και ίσως περισσότερο από άλλους, αφού τον περισσότερο χρόνο του τον περνάει στη βοσκή και στον στάβλο. Δυστυχώς, όμως, μέχρι και σήμερα, δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο αγρότης δεν είναι επάγγελμα, αλλά γεωγραφικός προσδιορισμός, όπως ακριβώς χαρακτηρίζουμε έναν κάτοικο μιας αστικής περιοχής, τον οποίο αποκαλούμε «αστό».
Θέλω να επιμείνω σε αυτό το γεωγραφικό γνώρισμα, διότι σε λίγα χρόνια ίσως να μην υφίσταται – και εύχομαι να κάνω λάθος. Θα μου πείτε, ποιοι θα είναι αυτοί που θα ασχολούνται μελλοντικά με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη μελισσοκομία, τη δασοκομία και την αλιεία; Θα είναι αγρότες; Σήμερα, ναι, είναι, εφόσον κατοικούν μόνιμα σε μια αγροτική περιοχή. Δυστυχώς, όμως, αύριο αυτοί ενδέχεται να μην υπάρχουν, και έτσι τα τρόφιμα θα παράγονται με άλλους τρόπους, όπως μέσω βιομηχανικών μοντέλων παραγωγής ή ακόμη και να είναι προϊόντα βιοτεχνολογίας. Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα μιλάμε για αγροδιατροφικά προϊόντα, αλλά απλά για τρόφιμα.
Οι εναπομείναντες κτηνοτρόφοι ελευθέρας βοσκής και οι μετακινούμενοι αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εξέλιξης. Τα κοπάδια τους βόσκουν σε λιβάδια, όπου η πλούσια βιοποικιλότητα της χλωρίδας προσδίδει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στα προϊόντα που παράγονται, είτε αυτά είναι γαλακτοκομικά είτε κρέατα.
Δυστυχώς, όμως, το γάλα τους ή το κρέας τους κατατάσσεται στην ίδια κατηγορία με αυτά που παράγονται σε κλειστά συστήματα για μεγαλύτερες αποδόσεις σε γάλα και κρέας. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται και αθέμιτες πρακτικές, όπως η τεχνική της υπερδιήθησης για την παραγωγή φέτας, ένα θέμα που περνά απαρατήρητο ακόμη και μετά από καταγγελίες.
Πώς θα μπορέσουμε αύριο να πείσουμε την κοινωνία να δεχθεί ότι το αρνάκι γάλακτος που καταναλώνει δεν τρέφεται από τη μητέρα προβατίνα (που δεν βόσκει) στα λιβάδια, αλλά από το σκονόγαλο εισαγωγής; Δεν θέλω να εμπλακώ σε νομικά ζητήματα, αλλά απλά να εστιάσω στο γεγονός ότι η απεμπόληση του παραδοσιακού τρόπου παραγωγής, αργά ή γρήγορα, θα μας οδηγήσει σε αδιέξοδο, όσο και αν το καλό μάρκετινγκ τοποθετείται ως λύση, ακόμη και αν αυτό εκμεταλλεύεται την εικόνα του πολιτισμού, της ιστορίας και της παράδοσης.
Οι αξίες είναι το ζητούμενο
Το πρόβλημά μας, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στην παραγωγή τροφίμων, αλλά και στις αξίες που συνθέτουν αυτόν τον γεωγραφικό προσδιορισμό. Οι αξίες αυτές δημιουργούν ένα πλέγμα κοινωνικών, πολιτιστικών, ιστορικών, παραδοσιακών και περιβαλλοντικών αναφορών, το οποίο, μετά από χιλιάδες χρόνια, κινδυνεύει να διαρραγεί, καθώς ο άνθρωπος, ο παράγοντας που συνθέτει αυτές τις αξίες, θα σταματήσει αυτήν τη δραστηριότητα και θα παράγει με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν υπάρχουν περιθώρια αποτροπής μιας τέτοιας αρνητικής εξέλιξης, ώστε οι εναπομείναντες και κυρίως οι νέοι να έχουν τη δυνατότητα παραμονής, αλλά με διαφορετικούς όρους.
Για να γίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να υπάρχει ένα αφήγημα ή ένας οδικός χάρτης βιώσιμης ανάπτυξης, σύγχρονος και ολοκληρωμένος, ώστε να κερδίσει το ενδιαφέρον αυτών των νέων που θέλουν να παραμείνουν ή να επιστρέψουν. Συνήθως, τα αφηγήματα και οι οδικοί χάρτες καταρτίζονται από πολιτικούς και κόμματα, αλλά δυστυχώς ο ξύλινος λόγος που χρησιμοποιούν δεν έχει απήχηση στην κοινωνία και καταλήγουν να αποτελούν απλώς διαχειριστικές διαδικασίες χωρίς ουσιαστικές τομές, ακόμη και στους ίδιους τους χώρους τους.
Τι πρέπει, όμως, να γίνει;
Αν γυρίσουμε περίπου 250 χρόνια πίσω και εξετάσουμε τον ιστορικό οικισμό Αμπελάκια, της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας, κοντά στα στενά των Tεμπών, μελετώντας τον τρόπο σκέψης και οργάνωσης του συνεταιριστικού σχήματος που είχε συγκροτηθεί τότε, ίσως να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα.
Το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι κατάφεραν να δημιουργούν προϊόντα και πολύ περισσότερο να τα εμπορεύονται, χωρίς να έχουν τη γνώση, την τεχνολογία, την έρευνα, την εκπαίδευση, τα εργαλεία –δηλαδή όλα όσα έχουμε σήμερα εμείς– είναι αξιοσημείωτο.
Αυτοί άνοιξαν αγορές στο εξωτερικό, ενώ εμείς δεν μπορούμε να πουλήσουμε λεμόνια στις δικές μας αγορές. Μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε τις δικές μας πρακτικές, ώστε με ολιστικές προσεγγίσεις όλων των εργαλείων που διαθέτουμε (γνώση, έρευνα, τεχνολογία, επιχειρηματικότητα, παραγωγή και φυσικούς πόρους) να ανοίξουμε νέους, περισσότερο συμμετοχικούς και δημιουργικούς δρόμους;
Μήπως ήρθε ο καιρός όλοι οι εμπλεκόμενοι να καθίσουν σε ένα τραπέζι και, χωρίς βαρίδια, παθογένειες και εξαρτήσεις, να απελευθερώσουν τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους, ώστε να δημιουργήσουμε το δικό μας αφήγημα, που να έχει αρχή, μέση και τέλος; Στο αφήγημα αυτό, να δανειστούμε τα λόγια του Ελύτη και, «με μια βάρκα, μια ελιά και ένα αμπέλι», να φτιάξουμε ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης που θα προσφέρει «το οξυγόνο» της ζωής στην ύπαιθρο. Ίσως με αυτό να χαμογελάσει και ο Κωστής Παλαμάς, διότι θα πιστέψει ότι «η γνώση», που έλεγε στους στίχους του, έπιασε τόπο.
Τα Αμπελάκια είναι ο φάρος των αξιών και πρέπει να τον ακολουθήσουμε. Όμως, γεωγραφικά πιο κάτω είναι τα Τέμπη, όπου περνώντας ακούμε να αντηχεί το σύνθημα «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», που κάποιοι το χαρακτήριζαν αγροτική πολιτική. Δυστυχώς, λίγο πιο πέρα είναι και τα «άλλα» Τέμπη, εκεί όπου ακούσαμε το «πάμε κι όπου βγει», για να φτάσουμε τελικά στο «δεν έχω οξυγόνο», γιατί κάποιοι πίστευαν ότι έκαναν σωστά τη δουλειά τους…
Πηγή: www.ypaithros.gr