Από τις ξεχωριστές φιγούρες της ροκ μουσικής, με την χαρακτηριστική τραχιά και βαθιά φωνή του, ο Τομ Γουέιτς έχει πιστούς οπαδούς, την αποδοχή της κριτικής και την εκτίμηση της ροκ κοινότητας. Συνθέτης και τραγουδιστής με ιδιαίτερα χαρίσματα, διαμόρφωσε το ιδιαίτερο στιλ του χωνεύοντας επιρροές από τους συνθέτες του Μπρόντγουεϊ, τον Μπομπ Ντίλαν, τους τραγουδιστές της τζαζ και τους συγγραφείς της γενιάς μπητ. Οι στίχοι του απεικονίζουν με ρεαλιστικό τρόπο και ενίοτε με ρομαντική διάθεση την ζωή των απόκληρων στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις. Από την δεκαετία του ’80 έχει μια αξιοσημείωτη παρουσία και ως ηθοποιός κυρίως σε ταινίες του ανεξάρτητου κινηματογράφου.
Ο Τόμας Άλαν Γουέιτς γεννήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1949 στην Πομόνα της Καλιφόρνιας, στους κόλπους μιας μεσοαστικής οικογένειας. Ο ίδιος επέλεξε ένα μποέμικο τρόπο ζωής, στο κλίμα των ηρώων του Κέρουακ και του Μπουκόφσκι, ζώντας στο αυτοκίνητο του και σε ρυπαρά ξενοδοχεία του Λος Άντζελες στην αρχή της καριέρας του.
Το ντεμπούτο του στην δισκογραφία έγινε το 1973 με το άλμπουμ «Closing Time». Ξεχώρισαν τα τραγούδια «Οl’ 55» (που αργότερα διασκεύασαν οι Eagles) και «Martha» (που ηχογράφησε ο Τιμ Μπάκλεϊ). Με τα επόμενα άλμπουμ του «The Heart Of Saturday Night» (1974) και το λάιβ «Nighthawks At The Diner» (1975) κινήθηκε προς μια πιο τζαζ, κατεύθυνση που διατηρήθηκε και στα «Small Change» (1976) και «Foreign Affairs» (1977).
To «Blue Valentine» (1978) παρουσίασε έναν ήχο με ροκ και ριθμ εντ μπλουζ ταυτότητα. Το τελευταίο του άλμπουμ για την εταιρεία Asylum, από την οποία είχε ξεκινήσει την καριέρα του, ήταν το «Heartattack and Vine» (1980). Το τραγούδι «Jersey Girl» διασκεύασε αργότερα ο Μπρους Σπρίνγκστιν.
Ο Τομ Γουέιτς ήταν πλέον ένας καθιερωμένος μουσικός με πιστό κοινό και αποδοχή από την κριτική. Είχε απήχηση κυρίως στην Ευρώπη, καθώς η εμπορική του επιτυχία στις ΗΠΑ ήταν περιορισμένη, καθώς κανένα τραγούδι του δεν κατόρθωσε να μπει στα 40 πρώτα του πίνακα επιτυχιών.
Το 1982 ξεκίνησε η συνεργασία του με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα. Συνέθεσε το σάουντρακ της ταινίας του «Μια Μέρα, Ένας Έρωτας» («One From The Heart»), κάνοντας ντουέτο σε κάποια κομμάτια με την Κρίσταλ Γκέιλ, ενώ έπαιξε μικρούς ρόλους στις ταινίες του «Ο Αταίριαστος» («Rumble Fish», 1983), «Επαναστάτες χωρίς αύριο» («The Outsiders», 1983) και «Κότον Κλαμπ» («Cotton Club» , 1985).
Το 1983 ξεκίνησε συνεργασία με την δισκογραφική εταιρεία Island, την οποία εγκαινίασε το άλμπουμ «Swordfishtrombones», τα πνευστά μέρη του οποίου έδειχναν την επιρροή του Κάπτεν Μπίφχαρτ και του πρωτοποριακού συνθέτη Χάρι Παρτς. To «Rain Dogs», που ακολούθησε το 1985, ήταν ένα από τα πιο ολοκληρωμένα άλμπουμ του, με την κιθαριστική βοήθεια του Κιθ Ρίτσαρντς.
To 1986 πρωταγωνίστησε στην ταινία του Τζιμ Τζάρμους «Στην Παγίδα του Νόμου» («Down By Law»). To επόμενο άλμπουμ του, το εκλεκτικό «Frank’s Wild Years» (1987), περιείχε τα τραγούδια που είχε γράψει για το ομώνυμο μιούζικαλ, με επιρροές από την μουσική του βωβού κινηματογράφου, τον Κουρτ Βάιλ και τον Ένιο Μορικόνε. To άλμπουμ «Bone Machine», που κυκλοφόρησε το 1992, πάλι σε συνεργασία με τον Κιθ Ρίτσαρντς, κέρδισε Γκράμι για το καλύτερο εναλλακτικό άλμπουμ της χρονιάς. Το τραγούδι «Downtown Train» διασκεύασε αργότερα ο Ροντ Στιούαρτ.
Γενικά, κατά τη δεκαετία του ’90 ο Γουέιτς φάνηκε να επενδύει στην κινηματογραφική και τη θεατρική καριέρα του, σε βάρος της δισκογραφίας. Το 1990 έγραψε το μιούζικαλ «The Black Rider», σε συνεργασία με τον συγγραφέα Γουίλιαμ Μπάροους, το οποίο σκηνοθέτησε ο Ρόμπερτ Γουίλσον. Το 1999, επανήλθε στην δισκογραφία με το άλμπουμ του «Mule Variations», που επαινέθηκε αρκετά από την κριτική και του απέφερε το Γκράμι για το καλύτερο φολκ άλμπουμ της χρονιάς.
Το 2002 εντυπωσίασε για μια ακόμη φορά, με τη «δίδυμη» κυκλοφορία των δίσκων «Alice» και «Blood Money» και το 2006 με το «Orphans: Brawlers, Bawlers and Bastards», μια τριπλή συλλογή με 56 τραγούδια (παλιά και νέα, δικά του και διασκευές). Το άλμπουμ γνώρισε μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ και έγινε «χρυσό».
Το «Bad as Me» είναι η τελευταία προς ώρας δισκογραφική του δουλειά. Ένας δίσκος με ερωτικά τραγούδια ποτισμένα με ουίσκι και μπλουζ κατεύθυνση, με γκεστ σταρ τον Κιθ Ρίτσαρντς στην κιθάρα και τον Flea (Red Hot Chilli Pepper) στο μπάσο. Την ίδια χρονιά έγινε δεκτός στο «Πάνθεον του Ροκ εντ Ρολ» («Rock and Roll Hall of Fame»).
Όλα αυτά τα χρόνια συνέχιζε τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις. Το 1992 ξαναβρέθηκε με τον Κόπολα στην ταινία «Δράκουλας» («Dracula», 1992), όπως και με τον Τζιμ Τζάρμους στο «Καφές και Τσιγάρα» («Coffee and Cigarettes», 2003). To 2009,εμφανίστηκε ως διάβολος στην ταινία φαντασίας του Τέρι Γκίλιαμ «Ο Φανταστικός Κόσμος του Δρος Παρνάσους» («The Imaginarium of Doctor Parnassus», 2009) και το 2018 συμμετείχε στην ταινία των αδελφών Κοέν «Η Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς» («The Ballad of Buster Scruggs», 2018), μια ωδή στο Φαρ Ουέστ.
Ο Τομ Γουέιτς είναι νυμφευμένος από το 1980 με την συνεργάτιδά του Κάθλιν Μπρέναν (γ. 1955) με την οποία έχει αποκτήσει τρία παιδιά.
Πηγή: www.sansimera.gr