O Τζεφ Μπρίτζες (Jeff Bridges) είναι αμερικανός ηθοποιός, από τους πλέον προβεβλημένους της γενιάς του και από τους αγαπημένους της Ακαδημίας που απονέμει τα βραβεία Όσκαρ. Απλός, ανεπιτήδευτος, με έμφυτη κομψότητα, αέναο χαμόγελο και πονηρή γοητεία, επιβλήθηκε αμέσως στο Χόλιγουντ με την ερμηνευτική του ευελιξία και προτού συμπληρώσει τα 23 χρόνια του είχε την πρώτη από τις επτά υποψηφιότητές του για Όσκαρ. Όταν του επιτρέπουν οι υποχρεώσεις του στον κινηματογράφο, ασχολείται με τη μουσική, συνοδεύοντας με την κιθάρα του τα τραγούδια που γράφει ο ίδιος. Τις δύο αυτές ιδιότητές του συνδύασε στην ταινία «Crazy Heart» (2009), αποσπώντας το μοναδικό του μέχρι στιγμής Όσκαρ.
Ο Τζέφρι Λίον Μπρίτζες γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1949 στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας. Γιος του ηθοποιού Λόιντ Μπρίτζες (1913-1998), έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στην αγκαλιά της μητέρας του Ντόροθι Μπρίτζες (1915-2009) στο μελόδραμα «The Company she keeps» (1951). Στην ίδια ταινία έπαιζε και ο μεγαλύτερος αδελφός του, γνωστός ηθοποιός στη συνέχεια, Μπο Μπρίτζες. Σε ηλικία οκτώ ετών ντεμπουτάρησε και στη μικρή οθόνη, στην τηλεοπτική σειρά «Sea Hunt» (1958), στην οποία πρωταγωνιστούσε ο πατέρας του.
Η πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ
Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο του Πανεπιστημίου του Λος Άντζελες, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο εφεδρικό σώμα της Ακτοφυλακής και μετά την αφυπηρέτησή του μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει υποκριτική στη δραματική σχολή του Χέρμπερτ Μπέργκοφ (HB Studio).
Τα επόμενα χρόνια πήρε αρκετούς μικρούς ρόλους σε ταινίες, προτού φτάσει στο πρώτο σημαντικό ρόλο του στο νεανικό δράμα του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς «Η Τελευταία Παράσταση» («The Last Picture Show», 1971), για τον οποίο προτάθηκε για Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου. Κέρδισε μία δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ για την απεικόνιση ενός περιπλανώμενου κλέφτη στην κωμική περιπέτεια του Μάικλ Τσιμίνο «Η μεγάλη ληστεία της Μοντάνα» («Thunderbolt and Lightfoot», 1974), με συμπρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ.
Αποδεικνύοντας την ευελιξία του ως ηθοποιός, ο Μπρίτζες έπαιξε έναν παλαιοντολόγο στην ταινία φαντασίας του Τζον Γκίλερμιν «Κινγκ Κονγκ» («King Kong», 1976), έναν πλούσιο κτηματομεσίτη στο δράμα του Μπομπ Ράφελσον «Το Γυμναστήριο» («Stay Hungry», 1976) κι έναν άντρα που προσπαθεί να ανακαλύψει το δολοφόνο του αδελφού του, στη μαύρη κωμωδία του Γουίλιαμ Ρίτσερτ «Winter Kills» (1979).
Στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 ο Μπρίτζες είχε συχνή παρουσία στον κινηματογράφο. Εξήψε τη φαντασία του νεανικού κοινού στο ρόλο ενός ιδιοφυούς προγραμματιστή βιντεοπαιχνιδιών στην ταινία επιστημονικής φαντασίας της Ντίσνεΐ «Tron» (1982). Για το ρόλο του εξωγήινου που παίρνει τη μορφή του νεκρού συζύγου μιας νεαρής Αμερικανίδας στην ταινία επιστημονικής φαντασίας του Τζον Κάρπεντερ «Starman» (1984) κέρδισε την τρίτη υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε με τη Ρέιτσελ Γουόρντ στο ερωτικό θρίλερ του Τέιλορ Χάκφορντ «Έρωτας δίχως αύριο» («Against All Odds»). Το ομότιτλο κομμάτι συνέθεσε και ερμήνευσε ο Φιλ Κόλινς (μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του) και ήταν υποψήφιο για Όσκαρ τραγουδιού. Το 1989 εμφανίστηκε με τον αδερφό του Μπο Μπρίτζες και τη Μισέλ Φάιφερ στο μουσικό δράμα «Σχέσεις Πάθους» («The Fabulous Baker Boys», 1989).
Τη δεκαετία ‘90 πρωταγωνίστησε στο δράμα του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς «Texasville» (1990), συνέχεια του «The Last Picture Show» του 1971 και τον επόμενο χρόνο υποδύθηκε έναν αλαζόνα ραδιοφωνικό παραγωγό που ξεκινά ένα ταξίδι για να βοηθήσει έναν άστεγο άνδρα (τον υποδύεται ο Ρόμπιν Γουίλιαμς) στη δραμεντί του Τέρι Γκίλιαμ «Ο Βασιλιάς της Μοναξιάς» («The Fisher King», 1991). Το 1992 πρωταγωνίστησε στο δράμα του Μάρτιν Μπελ «American Heart», στο ρόλο ενός πρώην κατάδικου που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον έφηβο γιο του, στο θρίλερ «Η Απαγωγή» («The Vanishing», 1993) και στην κομεντί «Ο καθρέφτης έχει δύο πρόσωπα» («The Mirror Has Two Faces», 1996), δίπλα στην Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και τη Λορίν Μπακόλ.
«Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι»
Ίσως η πιο γνωστή ταινία του Τζεφ Μπρίτζες από τη δεκαετία του ‘90 είναι «Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι» («The Big Lebowski», 1998), η κωμωδία των αδερφών Κοέν, στην οποία ο Μπρίτζες παίζει τον Dude, έναν αργόσχολο τύπο που καπνίζει χόρτο και παίζει μπόουλινγκ με τους φίλους, η ζωή του οποίου θα αλλάξει δραματικά όταν θα μπλεχτεί σε μία περιπέτεια λόγω της συνωνυμίας του με έναν πλούσιο επιχειρηματία που είναι μπλεγμένος σε παράνομες δραστηριότητες. Ο Μπρίτζες αποθεώθηκε από την κριτική για την πειστική του ερμηνεία και η ταινία έγινε αντικείμενο λατρείας από τους σινεφίλ.
Στις αρχές του νέου αιώνα έλαβε την τέταρτη οσκαρική υποψηφιότητά του για το ρόλο του στο πολιτικό θρίλερ του Ροντ Λιούρι «Η Αντιπρόεδρος» («The Contender», 2000). Υποδύεται τον αμερικανό πρόεδρο, του οποίου η υποψήφια αντιπρόεδρος (την υποδύεται η Τζόαν Άλεν) εμπλέκεται σε σεξουαλικό σκάνδαλο. Από τις επόμενες ταινίες του ξεχωρίζουν «Το Μεγάλο Φαβορί» («Seabiscuit», 2003) και «Ατίθασο Ταλέντο» («Stick It», 2006) – ταινίες με αθλητικό περιεχόμενο – και «Iron Man» (2008), η οποία βασίζεται σε κόμικ από το σύμπαν της Μάρβελ.
Το πρώτο (και μοναδικό) Όσκαρ
Το 2009 συμπρωταγωνίστησε με τον Τζορτζ Κλούνεϊ στην κωμωδία «Οι άνδρες που κοιτούν επίμονα κατσίκες» («The Men Who Stare at Goats»), η οποία επικεντρώνεται σε μία μυστική μονάδα του στρατού των ΗΠΑ, που είναι εκπαιδευμένη να χρησιμοποιεί υπερφυσικές δυνάμεις. Αργότερα εκείνο το έτος υποδύθηκε έναν αλκοολικό μουσικό της κάντρι, που προσπαθεί ν’ αλλάξει τη ζωή του μέσα από τη σχέση του με μια νεαρή δημοσιογράφο, στην ταινία «Crazy Heart». Για την ερμηνεία του τιμήθηκε με Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου, το μοναδικό έως τώρα της καριέρας του. Τη μεγάλη προσωπική του επιτυχία ακολούθησε η συνέχεια του «Tron» με τίτλο «Tron: Legacy» (2010) και ο ρόλος του μάρσαλ Ρούστερ Κόγκμπερν στο γουέστερν των αδελφών Κοέν «Αληθινό Θράσος» («True Grit», 2010), με τον οποίο κέρδισε την έκτη υποψηφιότητά του για Όσκαρ.
Αργότερα ο Μπρίτζες πρωταγωνίστησε στην κωμωδία δράσης «R.I.P.D. – Μπάτσοι από Άλλο Κόσμο» («R.I.P.D.», 2013) ως βετεράνος μιας υπερφυσικής αστυνομικής δύναμης. Τον επόμενο χρόνο πρωταγωνίστησε ως «αποδέκτης αναμνήσεων» στην ταινία επιστημονική φαντασίας του Φίλιπ Νόις «Ο Φύλακας της Μνήμης» («The Giver», 2014). Ο Μπρίτζες προσπάθησε για χρόνια να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την ταινία που βασίζεται στο ομώνυμο εφηβικό μυθιστόρημα της Λόις Λόουρι και τελικά συμμετείχε στην ομάδα παραγωγής της. Το 2016 πρωταγωνίστησε ως σερίφης του Τέξας που κυνηγά ληστές τραπεζών στο αστυνομικό δράμα «Πάση Θυσία» («Hell or High Water»), κερδίζοντας την έβδομη υποψηφιότητά του για Όσκαρ.
Βραβείο «Σεσίλ ΝτεΜιλ» για το σύνολο της προσφοράς του στον κινηματογράφο
Τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε στην ταινία «Ριψοκίνδυνοι Άνδρες» («Only the Brave»), που αφηγείται μία πραγματική ιστορία – τις προσπάθειες μιας ομάδας επίλεκτων πυροσβεστών να οριοθετήσουν τις μεγάλες πυρκαγιές της Αριζόνα το καλοκαίρι του 2013. Το 2017 έπαιξε στην κατασκοπική ταινία «Kingsman: Ο Χρυσός Κύκλος» («Kingsman: The Golden Circle») και στη δραμεντί «Το μόνο αγόρι στη Νέα Υόρκη» («The Only Living Boy in New York»). Το 2018 υποδύθηκε έναν ιρλανδό ιερέα στην ταινία μυστηρίου «Δύσκολες Ώρες στο Ελ Ροαγιάλ» («Bad Times at the El Royale», 2018). Το 2019 ο Μπρίτζες έλαβε το βραβείο «Σεσίλ ΝτεΜιλ» για το σύνολο της προσφοράς του στον κινηματογράφο, κατά τη διάρκεια της απονομής των Χρυσών Σφαιρών.
Εκτός από την καριέρα του στον κινηματογράφο, ο Τζεφ Μπρίτζες γράφει τραγούδια κάντρι και τα ερμηνεύει σε συναυλίες με την κιθάρα του. Έχει ηχογραφήσει τα άλμπουμ «Be Here Soon» (2000) και «Jeff Bridges» (2011), το δεύτερο σε παραγωγή του T Bone Burnett.
Ο Μπρίτζες έχει μελετήσει τον Βουδισμό και πριν από κάθε γύρισμα διαλογίζεται για τουλάχιστον μισή ώρα. Το 2012 συνεργάστηκε με τον δάσκαλο του Ζεν Βουδισμού Μπέρνι Γκλάσμαν στη συγγραφή του βιβλίου «The Dude and the Zen Master».
Από το 1977 είναι παντρεμένος με τη Σούζαν Γκέστον, που εργαζόταν ως σερβιτόρα την εποχή που τη γνώρισε στη διάρκεια ενός γυρίσματος. Το ζευγάρι έχει αποκτήσει τρία κορίτσια. Στις 19 Οκτωβρίου 2020, ο Τζεφ Μπρίτζες ανακοίνωσε ότι έχει διαγνωστεί με λέμφωμα.
Πηγή: www.sansimera.gr