Η Τζέιν Φόντα (Jane Fonda) είναι αμερικανίδα ηθοποιός, πολιτική ακτιβίστρια και επιχειρηματίας, που έγινε γνωστή αρχικά μέσα από κωμικούς ρόλους, αλλά αργότερα διακρίθηκε σε ρόλους αξιώσεων. Παρά την πληθωρική φιλμογραφία της, τα δύο Όσκαρ και τις πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ, θα μείνει για πάντα η διαστημική σούπερ ερωτική Μπαρμπαρέλα των ανδρικών φαντασιώσεων. Τη δεκαετία του ‘70, από ερωτικό σύμβολο θα μεταμορφωθεί σε ένθερμη υποστηρίκτρια των δικαιωμάτων της γυναίκας και των εθνικών μειονοτήτων και θα αγωνιστεί εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ.
Η Τζέιν Φόντα γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1937 στη Νέα Υόρκη και ήταν κόρη του κινηματογραφικού αστέρα Χένρι Φόντα και της κοσμικής συζύγου του Φράνσις Σέιμουρ Μπρόκοου. Αδελφός της ήταν ο «Ξένοιαστος Καβαλλάρης» Πίτερ Φόντα. Μεγάλωσε στα πούπουλα και προοριζόταν από νωρίς για μια ζωή προνομιακή, ασυνήθιστη και λαμπερή.
Κάνοντας τη δική της επανάσταση, εγκατέλειψε το Κολέγιο Βασάρ, το σχολείο της καλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης, για να εργαστεί αρχικά ως μοντέλο. Οι φιλοδοξίες της δεν εξαντλήθηκαν στην πασαρέλα. Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, έλαβε μαθήματα υποκριτικής από τον Λι Στράσμπεργκ στο φημισμένο «Άκτορς Στούντιο» της Νέας Υόρκης. Το 1960 έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο στο Μπρόντγουεϊ με το έργο του Ντάνιελ Τάραντας «There Was a Little Girl», που σκηνοθέτησε ο Τζόσουα Λόγκαν. Με τον ίδιο σκηνοθέτη, την ίδια χρονιά, έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της με την κωμωδία «Οι γυναίκες τρελαίνονται για τους ψηλούς» («Tall Story»).
Από τις ταινίες της δεκαετίας του ‘60 στις οποίες πρωταγωνίστησε αξίζει να αναφερθούν το δράμα του Έντουαρντ Ντμίτρικ «Το σπίτι της αμαρτίας» («Walk on the Wild Side», 1962), το ψυχολογικό δράμα του Τζορτζ Κιούκορ «Η Αμερικανίδα και ο έρωτας» («The Chapman Report», 1962), το θρίλερ μυστηρίου του Ρενέ Κλεμάν «Ο Τυχοδιώκτης του Μόντε Κάρλο» («Les félins», 1964), με συμπρωταγωνιστή τον Αλέν Ντελόν και το κωμικό γουέστερν του Έλιοτ Σίλβερστιν «Η Λησταρχίνα» («Cat Balou», 1965).
Το 1968, όταν πρωταγωνίστησε στην ταινία επιστημονικής φαντασίας «Μπαρμπαρέλα» («Barbarella»)» του μετέπειτα σύζυγο της Ροζέ Βαντίμ (1928-2000), η Τζέιν Φόντα ήταν ήδη μία από τις ωραιότερες γυναίκες ηθοποιούς της εποχής. Η υπερχειλίζουσα σεξουαλικότητά της αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο από τα εντυπωσιακά κοστούμια της ταινίας, φέρνοντας ρίγη ανεκπλήρωτου πόθου σε εκατομμύρια αρσενικούς θαυμαστές της.
Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε σε πιο ουσιαστικούς ρόλους, σε μία σειρά από ταινίες σπουδαίων σκηνοθετών: «Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν» («They Shoot Horses, Don’t They?», 1969) του Σίντνεϊ Πόλακ (με την πρώτη υποψηφιότητά της για Όσκαρ), «Όλα πάνε καλά» («Tout va bien», 1971) του Ζαν Λικ Γκοντάρ, «Το κουκλόσπιτο» («A Doll’s House») του Τζόζεφ Λόουζι, «Τζούλια» («Julia», 1976) του Φρεντ Τσίνεμαν (με δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ) και «Ηλεκτρικός Καβαλάρης» («The Electric Horseman», 1979) του Σίντνεϊ Πόλακ.
Το 1972 κέρδισε το πρώτο της Όσκαρ για το ρόλο μιας πόρνης στο νέο-νουάρ του Άλαν Πάκουλα «Η Εξαφάνιση» («Klute», 1971) και το 1978 τιμήθηκε με ένα δεύτερο ως σύζυγος ενός βετεράνου του Βιετνάμ στο ρομαντικό δράμα του Χαλ Άσμπι «Ο γυρισμός» («Coming Home», 1977).
Τη δεκαετία του ‘70 η Τζέιν Φόντα θα μεταμορφωθεί από ερωτικό σύμβολο σε ένθερμη υποστηρίκτρια του κινήματος κατά του πολέμου του Βιετνάμ και θα προκαλέσει την οργή του συντηρητικού και φιλοπόλεμου κοινού των ΗΠΑ. Μάλιστα, δεν θα διστάσει να επισκεφθεί το κομμουνιστικό Βόρειο Βιετνάμ, που θα της χαρίσει το παρατσούκλι «Ανόι Τζέιν». Η Φόντα θα αναμειχθεί ακόμη πιο αποφασιστικά στην πολιτική μετά το γάμο της με τον καλιφορνέζο ακτιβιστή και πολιτικό Τομ Χέιντεν (1939-2016), προκαλώντας επί σειρά ετών κύματα διαμαρτυρίας από τους άλλοτε θαυμαστές της.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 ίδρυσε τη δική της εταιρεία παραγωγής και πρωταγωνίστησε σε «έξυπνους» και δυναμικούς ρόλους σε ταινίες όπως το πολιτικό θρίλερ του Τζέιμς Μπρίτζες «Το Σύνδρομο της Κίνας» («The China Syndrome», 1979) και το ρομαντικό δράμα του Μαρκ Ράιντελ «Στη χρυσή λίμνη» («On Golden Pond»), που ήταν και η μοναδική ταινία στην οποία συμπρωταγωνίστησε με τον διάσημο πατέρα της. Για τις ερμηνείες της και στις δυο ταινίες ήταν υποψήφια για Όσκαρ.
Τη δεκαετία του ’80 η Τζέιν Φόντα άφησε για μία ακόμη φορά το στίγμα της, λανσάροντας μία σειρά βιντεοκασέτες αεροβικής γυμναστικής δικής της παραγωγής, που ξεπέρασαν κάθε φαντασία σε πωλήσεις. Σε μία εποχή που άλλες ηθοποιοί της γενιάς της παραπονούνταν για έλλειψη σημαντικών ρόλων, εκείνη έπαιρνε βραβείο Έμμυ για τη δραματική τηλεοπτική σειρά «The Dollmaker» (1984) και γύριζε τη μία γνωστή ταινία μετά την άλλη. Για το ρόλο της στην ταινία μυστηρίου του Σίντνεϊ Λούμετ «Το επόμενο πρωινό» («The Morning After», 1986) κέρδισε την πέμπτη υποψηφιότητά της για Όσκαρ.
Το 1991 παντρεύτηκε τον «βασιλιά» των μίντια και ιδιοκτήτη του CNN, Τεντ Τέρνερ, με τον οποίο χώρισε επισήμως δέκα χρόνια αργότερα. Απέκτησε μία κόρη με τον πρώτο της σύζυγο κι ένα γιο και μία ακόμη κόρη από τον δεύτερο. Το 1992 αποσύρθηκε από το χώρο του κινηματογράφου έως το 2005, οπότε επανεμφανίσθηκε σε ταινίες που δεν συνεισέφεραν το παραμικρό στην ούτως ή άλλως σπουδαία καλλιτεχνική διαδρομή της.
Όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινε ενεργή πολιτικά και κατά περιόδους απασχολούσε τη δημοσιότητα με τις φεμινιστικές και περιβαλλοντικές παρεμβάσεις της, με την υπεράσπιση των αυτόχθονων Αμερικανών και την αντίθεσή της με τις διεθνείς επεμβάσεις της χώρας της.
Πηγή: www.sansimera.gr